Το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής/συντροφικής βίας, είναι πολυσύνθετο και αποτελεί μείζον θέμα δημόσιας υγείας και παραβίασης των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας) περίπου 1 στις 3 (30%) γυναίκες έχουν υποστεί σωματική ή/και σεξουαλική βία από σύντροφο είτε σεξουαλική βία από μη σύντροφο στη διάρκεια της ζωής τους, με το μεγαλύτερο ποσοστό να αφορά βία από στενό σύντροφο. Παρόλο που δεν αποτελεί νέο κοινωνικό φαινόμενο, είναι έγκλημα που βρίσκεται δυστυχώς σε έξαρση στη χώρα μας το τελευταίο διάστημα.
Τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά των ανδρών που ασκούν βία κατά των γυναικών είναι σημαντικά ετερογενή, ωστόσο μπορεί κανείς να περιγράψει ορισμένα κοινά στους θύτες στοιχεία που λειτουργούν και ως ατομικοί παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση του φαινομένου. Σημαντικά είναι η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η συναισθηματική εξάρτηση και η ανασφάλεια που οδηγούν σε επιθυμία για δύναμη και έλεγχο στις σχέσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις η βία έρχεται σαν «λύση» στον φόβο εγκατάλειψης από το άτομο από το οποίο νιώθουν βαθύτατα εξαρτημένοι. Επίσης η έλλειψη δεξιοτήτων για μη βίαιη επίλυση προβλημάτων στις κοινωνικές σχέσεις, η παρορμητική συμπεριφορά και η δυσκολία ανοχής στη ματαίωση και συγκράτησης του αυτοελέγχου, οδηγούν σε εκδήλωση βίας ελλείψει ωριμότερων τρόπων αντιμετώπισης όπως η έκφραση και η διαχείριση των συναισθημάτων θυμού, φόβου και απογοήτευσης. Παράλληλα η υιοθέτηση στάσεων που δικαιολογούν την βία και η πίστη σε κοινωνικά στερεότυπα αυστηρών στεγανών στους ρόλους των φύλων πλαισιώνουν την εικόνα.
Το πυρηνικότερο χαρακτηριστικό των ανδρών αυτών είναι μια αίσθηση ανασφάλειας και χαμηλής αυτοεκτίμησης που συχνά καλύπτεται από μια αίσθηση ναρκισσιστικής παντοδυναμίας, οπότε η βία εκδηλώνεται σε κάθε περίπτωση άγχους ότι απειλείται ο ανασφαλής εσωτερικός τους εαυτός.
Μερικοί από τους παραπάνω παράγοντες που ωθούν ένα άτομο στην άσκηση συντροφικής βίας σχετίζονται με συγκεκριμένη ψυχοπαθολογία των θυτών. Η κύρια κατάσταση είναι η διαταραχή προσωπικότητας (αντικοινωνική και οριακή ή συναισθηματικά ασταθή) αλλά επίσης έχει καταγραφεί σε μελέτες συσχέτιση με κατάθλιψη και αγχώδεις διαταραχές (ιδιαίτερα αν συνυπάρχει διαταραχή προσωπικότητας οπότε δημιουργείται ευαλωτότητα για την εμφάνιση ψυχικής διαταραχής).
Συχνά σε θύτες βίας συναντώνται επίσης κατάχρηση αλκοόλ ή χρήση ναρκωτικών που επιδεινώνουν τη συμπεριφορά τους. Άλλοτε διαπιστώνεται ότι και οι θύτες έχουν υπάρξει θύματα συναισθηματικής ή σωματικής κακοποίησης ως παιδιά ή αργότερα στην ζωή και μερικές φορές έχουν ήδη παρουσιάσει στοιχεία παραβατικής συμπεριφοράς από την εφηβική/νεαρή τους ηλικία.
Φυσικά η βία δεν αποτελεί μόνο πρόβλημα ενός ατόμου με δυσλειτουργική ψυχοσύνθεση. Η επίδραση κοινωνικο-οικονομικών παραγόντων είναι επίσης σημαντική, αφού το άτομο ζει σε πλήρη συνάρτηση και αλληλεπίδραση με το περιβάλλον.
Τα υψηλά ποσοστά φτώχειας, οι περιορισμένες εκπαιδευτικές και επαγγελματικές ευκαιρίες, η ανεργία, η αλλοτρίωση και η έλλειψη γνήσιου ενδιαφέροντος για τον συνάνθρωπο, η κοινωνική ανισότητα, ο ρατσισμός και η περιθωριοποίηση, η κοινωνική ανασφάλεια είναι παράγοντες που συμβάλλουν καθοριστικά στο φαινόμενο. Οι αδύναμες οικονομικές, κοινωνικές, εκπαιδευτικές και υγειονομικές πολιτικές και νομοθεσίες καθώς και η έλλειψη δομών και στρατηγικών πρόληψης, πρόνοιας και υποστήριξης δημιουργούν ένα εκρηκτικό μίγμα όπου η βία πολλαπλασιάζεται σε όλες τις μορφές της. Ειδικότερα για την βία κατά των γυναικών, παραδοσιακά στερεότυπα ανισότητας των φύλων παραμένουν βαθιά ριζωμένα και σήμερα, λειτουργούν επιτρεπτικά και διογκώνουν το ζήτημα σε μια εποχή που ανοίγει ευρύτερα η συζήτηση για τα φύλα, τον προσδιορισμό τους και την θέση τους στην κοινωνία.
Είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς αν το ξέσπασμα της πανδημίας Covid-19 λειτούργησε ως γόνιμο έδαφος για την έξαρση βίας, λόγω των πολλών αβεβαιοτήτων και των πρωτοφανών περιορισμών που έχουν επιβάλει οι κυβερνήσεις ως απάντηση σε αυτήν. Ήδη από την εποχή των πρώτων Lockdowns άρχισαν να αναδύονται δεδομένα για αύξηση της βίας, κυρίως της ενδοοικογενειακής. Πρόσφατα δεδομένα από μελέτη των Ηνωμένων Εθνών επιβεβαιώνουν ότι η πανδημία Covid-19 έχει οδηγήσει σε μια σκιώδη πανδημία βίας ιδίως κατά των γυναικών, με σημαντική επιβάρυνση της ψυχικής τους υγείας. Το ψυχικό τίμημα είναι συνήθως η εμφάνιση αγχωδών και καταθλιπτικών καταστάσεων. Αν αναλογιστεί κανείς ότι οι γυναίκες θύματα διστάζουν συχνά να αναζητήσουν βοήθεια και ότι τα περιστατικά σπάνια καταγράφονται επίσημα, κατανοεί πόσο μεγαλύτερο είναι το μέγεθος του προβλήματος.
Είναι όμως η βία αποκλειστικό φαινόμενο που αφορά άντρες θύτες και γυναίκες θύματα; Σίγουρα όχι. Οι ειδήσεις έχουν δυστυχώς συχνά αναδείξει περιστατικά βίας κατά αντρών θυμάτων. Μια ξεχωριστή πτυχή είναι η σεξουαλική βία, δηλαδή οι βιασμοί ανδρών, που φαίνεται ότι είναι συχνότεροι από όσο πιστεύαμε.
Ανεξαρτήτως φύλου, ο βιασμός είναι μια ακραία οδυνηρή εμπειρία που προκαλεί στο θύμα αισθήματα θυμού και αυτομομφής και συχνά οδηγεί σε κατάθλιψη και διαταραχή μετατραυματικού στρες. Ο βιασμός δεν αποτελεί ψυχική διαταραχή και παρόλο που μικρός αριθμός βιαστών μπορεί να πάσχει από ψυχική νόσο, δεν υπάρχει διαταραχή που να οδηγεί το άτομο να γίνει σεξουαλικός θύτης.
Οι θύτες βιασμού ποικίλουν σημαντικά αναφορικά με την προσωπικότητα, το status και τα κίνητρά τους, αλλά έχουν συχνά ως κοινό χαρακτηριστικό την έλλειψη ενσυναίσθησης για τα αισθήματα και τα δικαιώματα των άλλων, την ψυχοπαθητικότητα (αντικοινωνική συμπεριφορά και απουσία τύψεων), την παρορμητικότητα, την επιθετικότητα και τον ναρκισσισμό. Το κίνημα Metoo ανέδειξε με τραγικό τρόπο ότι ο βιασμός οδηγείται από την ανάγκη ελέγχου και υποταγής του άλλου και σχετίζεται με θέματα κακώς εννοούμενης δύναμης και εξουσίας.
Χαρακτηριστικά θυμάτων δεν είναι σκόπιμο να αποτυπωθούν διότι εμμέσως ενισχύονται κοινωνικά στερεότυπα και παρανοήσεις. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να είναι θύμα βίαιης συμπεριφοράς και δεν υπάρχουν τρόποι ακριβούς πρόβλεψης μιας τόσο ακραίας συμπεριφοράς. Τονίζουμε ξανά ότι οι θύτες έχουν συχνά χαρακτηριστικά ψυχοπαθητικότητας δηλαδή απουσία ηθικών κανόνων, απουσία ενσυναίσθησης και μη συμμόρφωση με κοινωνικούς κανόνες, ενώ η επιφανειακή γοητεία τους δύναται να παρασύρει εύκολα υποψήφια θύματα.
Τι λειτουργεί προστατευτικά; Αρχικά η δημιουργία σταθερών υποστηρικτικών σχέσεων με άτομα που έχουν αποδείξει τις καλές τους προθέσεις επί σειρά ετών και η επιφυλακτική στάση απέναντι σε άτομα που μας απομακρύνουν από φίλους και συγγενείς. Τέλος η δημοσιοποίηση, η απαξίωση κάθε βίαιης συμπεριφοράς και η επιβολή κυρώσεων στο δράστη δρα αποτρεπτικά στην εκδήλωση βίας από άτομα με προδιάθεση σε αυτή.