Η πρόσφατη πανδημία COVID-19 επιβεβαίωσε τις προβλέψεις ότι όλα τα κράτη και συνολικά ο πληθυσμός του πλανήτη είναι ευάλωτος σε επιδημίες και πανδημίες. Η ιστορία διδάσκει και το μέλλον είναι σχετικά προβλέψιμο.
Ξεκινώντας από την Ισπανική γρίπη το 1918 η οποία συσχετίστηκε με πολύ υψηλή θνητότητα, ακολούθησαν αρκετές επιδημίες και πανδημίες, όπως η γρίπη των χοίρων (Η1Ν1), MERS και SARS αλλά και μικρότερες τοπικές επιδημίες όπως αυτή του Έμπολα στη δυτική Αφρική.
Στα τέλη του 2019 εμφανίζεται ο νέος κορωνοϊός SARS-CoV2 ο οποίος εξελίσσεται σε πανδημία με τις γνωστές επιπτώσεις σε ανθρώπινες ζωές, υψηλή νοσηρότητα αλλά και σοβαρές επιπτώσεις στις οικονομίες των κρατών. Το μήνυμα από τα ιστορικά δεδομένα είναι σαφές και συνοψίζεται στο γεγονός ότι η επόμενη πανδημία είναι προδιαγεγραμμένη, απλώς δεν μπορούμε με σαφήνεια να προσδιορίσουμε το χρόνο και τη φύση του ιού ή βακτηριδίου που θα τη προκαλέσει.
Η διεθνής επιστημονική κοινότητα έχει δώσει το χαρακτηρισμό «Νόσος Χ» γι’ αυτό το άγνωστο παθογόνο που θα οδηγήσει στην επόμενη πανδημία και για την οποία πρέπει να είμαστε περισσότερο προετοιμασμένοι αλλά και να εντοπίσουμε τα ακριβή αίτια που θα οδηγήσουν σε αυτή.
Πρώτη προτεραιότητα είναι να περιγράψουμε τις συνθήκες που μπορεί να ευνοούν αυτές τις καταστάσεις. Ο κύριος επιβαρυντικός παράγοντας είναι η ανεξέλεγκτη αστικοποίηση των δασών και η εκτόπιση άγριων ζώων και πτηνών από το φυσικό τους περιβάλλον. Η αλληλεπίδραση ανθρώπων με τα άγρια ζώα οδηγεί σε μεταλλαγμένους ιούς οι οποίοι στη συνέχεια μπορούν να επιβιώσουν και να πολλαπλασιαστούν σε ένα νέο ξενιστή, όπως είναι ο άνθρωπος. Η διαδικασία αυτή επιτυγχάνεται μέσω της στενής επαφής που επέρχεται από το κυνήγι, τη προετοιμασία τροφής αλλά και το εμπόριο άγριων ζώων.
Η κλιματική αλλαγή και ο υπερπληθυσμός των μεγάλων πόλεων αποτελεί το δεύτερο βασικό αίτιο για την ανάπτυξη πανδημιών. Η αύξηση της θερμοκρασίας και οι ισχυρές βροχοπτώσεις ευνοούν νοσήματα που οφείλονται, κυρίως στον υπερπληθυσμό των κουνουπιών με αποτέλεσμα να έχουμε τοπικές εξάρσεις από σπάνια ιογενή νοσήματα ακόμα και σε μεγάλες πόλεις της βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης όπου φυσιολογικά οι λοιμώξεις αυτές δεν ενδημούν (πχ επιδημία της νόσου του Δυτικού Νείλου στη Νέα Υόρκη). Τέλος, η ευκολία στη μετακίνηση ευνοεί τη διασπορά, όπως έγινε για παράδειγμα στην εξέλιξη της πανδημίας του COVID-19 όπου εντός μερικών εβδομάδων από την εμφάνιση της νόσου εμφανίστηκαν κρούσματα σε όλες τις περιοχές του πλανήτη.
Όλα τα παραπάνω τονίζουν με έμφαση την αξία της πρόληψης και της προστασίας του περιβάλλοντος. Το τελευταίο απαιτεί μακροχρόνια δέσμευση των κρατών και ο χρόνος μετράει πλέον αντίστροφα, καθώς θα χρειαστούν δεκαετίες για να δούμε πραγματικά αποτελέσματα. Η επιστημονική κοινότητα, οι κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί οφείλουν να ετοιμαστούν για την επόμενη επιδημία-πανδημία. Αυτό σημαίνει ότι οφείλουμε να προσδιορίσουμε τα παθογόνα υψηλού ενδιαφέροντος, δηλαδή ιούς και βακτήρια που μπορούν κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες να οδηγήσουν σε πανδημίες. Αυτό γίνεται με ταυτοποίηση αυτών των παθογόνων, του γενετικού τους υλικού αλλά και τη δυνατότητα μετάλλαξης που έχουν. Η χρήση της σύγχρονης τεχνολογία, όπως η τεχνητή νοημοσύνη (AI), είναι αρωγός σε αυτή τη προσπάθεια. Παρακολούθηση επίσης χρειάζεται σε οργανισμούς που φιλοξενούν πληθώρα ιών, όπως είναι οι νυχτερίδες και τα κουνούπια, ενώ τέλος η εξασφάλιση της ασφάλειας των τροφίμων και ο περιορισμός στο παράνομο εμπόριο ζώων με ποινικές ρήτρες θα ολοκληρώσει τις βασικές πρωτοβουλίες που απαιτούνται.
Η δημιουργία ασφαλών και αποτελεσματικών εμβολίων αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο αυτής της προσπάθειας. Ο στόχος του ΠΟΥ είναι η εντός 100 ημερών δημιουργία και παραγωγή αποτελεσματικών εμβολίων από την έναρξη μίας πανδημίας. Η τεχνογνωσία είναι διαθέσιμη και υπήρξε καλή ανταπόκριση στη πρόσφατη πανδημία, καθώς σε λιγότερο από ένα έτος υπήρξε διαθέσιμο εμβόλιο.
Η εμπειρία από τη νόσο COVID-19 ήταν ανεκτίμητη. Αυτό που μάθαμε είναι ότι ο συνδυασμός πολιτικής βούλησης, αφθονίας οικονομικών πόρων, η συνεργασία των επιστημόνων απ’ όλες τις γωνιές του πλανήτη, η διάχυση της πληροφορίας και η αξιοποίηση της τεχνολογίας αποτελούν την ασφαλέστερη προσέγγιση σε μία πιθανή νέα απειλή.