Η σοβαρή στένωση της αορτικής βαλβίδας προκαλεί σημαντική νοσηρότητα, μειώνει δραματικά το προσδόκιμο επιβίωσης και είναι η συχνότερη βαλβιδοπάθεια που αντιμετωπίζεται χειρουργικά. Την τελευταία 10ετία η μέθοδος της διαδερμικής αντικατάστασης της βαλβίδας έχει απλοποιήσει θεαματικά τη θεραπεία της πάθησης και ενδείκνυται πλέον για τους περισσότερους ασθενείς. Ποια είναι αυτή, λοιπόν, και πότε συνιστάται η εφαρμογή της;
Η αορτική βαλβίδα είναι μία από τις τέσσερις βαλβίδες της καρδιάς και μέσω αυτής εξωθείται το αίμα από την καρδιά προς όλο το σώμα. Το φυσιολογικό άνοιγμα της αορτικής βαλβίδας είναι περίπου 3-4 τετραγωνικά εκατοστά. Σημαντική θεωρείται η στένωση όταν το στόμιο της αορτικής βαλβίδας γίνεται μικρότερο από 1 τετραγωνικό εκατοστό.
Ο εκφυλιστικός μηχανισμός που δημιουργεί τη στένωση της αορτικής βαλβίδας, είναι δυναμικός και εξελικτικός. Κύρια χαρακτηριστικά της διαδικασίας αυτής είναι η σταδιακή σκλήρυνση και πάχυνση της βαλβίδας με εναπόθεση ασβεστίου σε αυτή, με προοδευτικό περιορισμό της κινητικότητας των γλωχίνων της και τελικά της διάνοιξής της.
Περίπου το 5% των ανθρώπων ηλικίας άνω των 75 ετών έχει αναπτύξει τουλάχιστον μετρίου βαθμού στένωση της αορτικής βαλβίδας.
Η πάθηση, όταν καθίσταται σημαντική, εξελίσσεται ταχέως και έχει κακή πρόγνωση με μεγάλη νοσηρότητα και ταλαιπωρία για τους ασθενείς, αλλά και για τους οικείους τους.
Τα συμπτώματα και η θεραπεία
Τα συνήθη συμπτώματα της στένωσης της αορτικής βαλβίδας είναι δύσπνοια, στηθαγχικός πόνος, ζαλάδες έως και συγκοπικά επεισόδια.
Από τη στιγμή εμφάνισης αυτών των συμπτωμάτων, η αναμενόμενη επιβίωση του ασθενούς μειώνεται δραματικά.
Η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να ανακουφίζει προσωρινά κάποια συμπτώματα, αλλά δεν επηρεάζει και δεν θεραπεύει την πάθηση της βαλβίδας. Η μόνη θεραπεία είναι η αντικατάσταση της στενωμένης βαλβίδας, η οποία μέχρι πριν από λίγα χρόνια μπορούσε να γίνει μόνο χειρουργικά.
Ωστόσο, πολλοί ασθενείς όταν εμφανιστούν τα συμπτώματα είναι ήδη προχωρημένης ηλικίας και συχνά πάσχουν και από άλλες παθήσεις, με αποτέλεσμα ο κίνδυνος της κλασικής καρδιοχειρουργικής επέμβασης να γίνεται μεγάλος έως και απαγορευτικός.
Ως αποτέλεσμα η χειρουργική αντικατάσταση σε αυτούς τους ασθενείς θεωρείται «υψηλού κινδύνου» και συχνά δεν υποβάλλονται σε χειρουργική θεραπεία (υπολογίζεται ότι για κάθε 2 ασθενείς που υποβάλλονται σε κλασική χειρουργική αντικατάσταση αορτικής βαλβίδας, υπάρχει τουλάχιστον άλλος 1 ασθενής που απορρίπτεται).
Η πρόγνωση αυτών των ασθενών είναι κακή, αλλά και η νοσηρότητα μεγάλη και επίπονη.
Η μέθοδος TAVR
Η διαδερμική αντικατάσταση (εμφύτευση) αορτικής βαλβίδας – Transcatheter Aortic Valve Replacement (Implantation) (TAVR ή TAVI) – εφαρμόζεται με επιτυχία από το 2007 αρχικά σε αυτούς ακριβώς τους ασθενείς, οι οποίοι παλαιότερα έμεναν χωρίς καμία θεραπεία.
Από το 2011 η διαδερμική αντικατάσταση εγκρίθηκε και εφαρμόζεται πλέον και σε ασθενείς που θα μπορούσαν να χειρουργηθούν, αλλά ο κίνδυνος της χειρουργικής επέμβασης κρίνεται υψηλός. Με χαμηλά, μονοψήφια ποσοστά θνητότητας και γρήγορη κινητοποίηση και επιστροφή στις καθημερινές δραστηριότητες, τα πλεονεκτήματα της διαδερμικής μεθόδου είναι προφανή.
Το 2016, τα αποτελέσματα νέων κλινικών μελετών έδειξαν καλύτερη επιβίωση με τη διαδερμική αντικατάσταση σε σχέση με τη χειρουργική και σε ασθενείς χαμηλότερου (μεσαίου) κινδύνου και από τότε η χρήση της μεθόδου επεκτάθηκε και σε αυτούς τους ασθενείς.
Τέλος, το 2018 οι νεότερες κλινικές μελέτες έδειξαν παρόμοια αποτελέσματα της διαδερμικής μεθόδου και σε χαμηλού κινδύνου ασθενείς (ουσιαστικά δηλαδή σε όλους πλέον τους ασθενείς) και ως αποτέλεσμα η μέθοδος έλαβε πρόσφατα (2019) την έγκριση και ένδειξη από τον Αμερικανικό Οργανισμό Φαρμάκου (FDA) για εφαρμογή ουσιαστικά σε όλους τους ασθενείς με στένωση της αορτικής βαλβίδας.
Στο ΥΓΕΙΑ πραγματοποιούνται διαδερμικές εμφυτεύσεις όλων των τύπων βαλβίδων που είναι διαθέσιμες σήμερα (SAPIEN 3, Edwards Lifesciences – Evolut PRO, Medtronic – Portico, Abbott – Accurate neo και Lotus, Boston Scientific) και με όλες τις δυνατές μεθόδους εμφύτευσης (διαμηριαία, δια-αορτικά, διαθωρακικά, δια της υποκλειδίου). Η πείρα του προσωπικού του Τμήματος Διαδερμικών Βαλβίδων ξεπερνάει τις 1.400 επεμβάσεις (η μεγαλύτερη στην Ελλάδα και από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως) και διαχρονικά η νοσοκομειακή θνητότητα των διαμηριαίων επεμβάσεων είναι περί το 1%.