Γυναίκες που βρίσκονται σε κύηση θα πρέπει να ελέγχονται από ενδοκρινολογικής πλευράς για: 1) τη θυρεοειδική λειτουργία, 2) το μεταβολισμό της γλυκόζης και 3) τις συγκεντρώσεις ασβεστίου και βιταμίνης D.
Κατά τη διάρκεια της κύησης παρατηρούνται μια σειρά φυσιολογικών μεταβολών που επηρεάζουν τους δείκτες θυρεοειδικής λειτουργίας: α) αύξηση των συγκεντρώσεων της χοριακής γοναδοτροπίνης, β) αύξηση των συγκεντρώσεων των οιστρογόνων, γ) ανάπτυξη του πλακούντα, δ) αύξηση του όγκου πλάσματος και ε) αύξηση της νεφρικής κάθαρσης. Όλες αυτές οι φυσιολογικές μεταβολές μαζί και με την κάλυψη των αναγκών του εμβρύου οδηγούν σε αύξηση της φυσιολογικής παραγωγής της θυροξίνης κατά 50% περίπου. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη συχνή εμφάνιση διαταραχών του θυρεοειδούς για πρώτη φορά στην κύηση ή την απορρύθμιση γνωστού υποθυρεοειδισμού. Για αυτό θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένοι σχετικά με τον έλεγχο της θυρεοειδικής λειτουργίας των εγκύων. Πρέπει να γίνεται μέτρηση κατ’ αρχάς της TSH, μιας ορμόνης που παράγεται από την υπόφυση και ρυθμίζει την έκκριση των θυρεοειδικών ορμονών από το θυρεοειδή αδένα. Στην περίπτωση της κύησης επιθυμητές τιμές είναι <2.5 μIU/ml (ή 3 μIU/ml ανάλογα με το τρίμηνο). Αν ανευρεθούν υψηλότερες τιμές, συνήθως είναι απαραίτητη η θεραπεία με εξωγενή χορήγηση θυροξίνης.
Κατά την αρχική επίσκεψη κάθε εγκύου πρέπει να πραγματοποιείται μέτρηση γλυκόζης νηστείας και γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1C). Αν διαπιστωθεί γλυκόζη >126 mg/dl, θεωρείται ότι προϋπήρχε σακχαρώδης διαβήτης. Αν η γλυκόζη είναι ≥92 mg/dl, αλλά <126 mg/dl, διαγιγνώσκεται σακχαρώδης διαβήτης κύησης. Αν η γλυκόζη είναι <92 mg/dl, προγραμματίζεται διενέργεια δοκιμασίας φόρτισης μεταξύ 26ης και 28ης εβδομάδος της κύησης με λήψη 75 gr γλυκόζης από του στόματος και μέτρηση γλυκόζης αίματος προ, 60΄ και 120΄ μετά τη λήψη γλυκόζης. Όταν έστω και μία τιμή είναι ίση ή μεγαλύτερη από τις παρακάτω τιμές, διαγιγνώσκεται σακχαρώδης διαβήτης κύησης: 0’ 92 mg/dl, 60΄ 180 mg/dl, 120΄ 153 mg/dl.
Σε περίπτωση διάγνωσης σακχαρώδους διαβήτη κύησης, συνιστώνται μικρά και συχνά γεύματα. Η συνολική θερμιδική πρόσληψη πρέπει να προέρχεται κατά 35-45% από υδατάνθρακες (με αποφυγή ευαπορρόφητων), 20-25% από πρωτεΐνες και 30-40% από λίπη. Στις παχύσαρκες γυναίκες προτείνεται μέτριος περιορισμός θερμίδων, αλλά όχι κάτω από 1800 kcal την ημέρα. Εφόσον δεν υπάρχει μαιευτική αντένδειξη, ήπια σωματική άσκηση, όπως περπάτημα 10΄ μετά τα κύρια γεύματα, συμβάλλει σημαντικά στην αντιμετώπιση. Όταν δεν επιτυγχάνεται γλυκαιμική ρύθμιση ή εμφανίζονται σημεία μακροσωμίας στο υπερηχογράφημα του εμβρύου, μπορεί να απαιτηθεί ινσουλινοθεραπεία.
Τέλος, πρέπει να ελέγχονται οι συγκεντρώσεις ασβεστίου και βιταμίνης D σε κάθε έγκυο γυναίκα. Ιδανικές τιμές 25ΟΗD στην κύηση είναι >30 ng/ml. Η βιταμίνη D παράγεται στο δέρμα υπό την επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας, οπότε εξέχουσας σημασίας είναι η έκθεση στον ήλιο. Από πλευράς διατροφής, σημαντικές πηγές αποτελούν τα λιπαρά ψάρια, όπως σολομός και σαρδέλα, και το αυγό. Συνήθως, όμως, τα ανωτέρω δεν επαρκούν και απαιτείται υποκατάσταση με συμπληρώματα.
*H Σταυρούλα (Λίνα) Πάσχου είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας στη Θεραπευτική Κλινική, Νοσοκομείο Αλεξάνδρα της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών