Οι κατευθυντήριες οδηγίες που ισχύουν σήμερα για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας προτείνουν κλιμάκωση των θεραπευτικών μέτρων ανάλογα με τον δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) και την παρουσία συννοσηροτήτων. Ο ΔΜΣ υπολογίζεται με βάση το βάρος και το ύψος [βάρος (kg)/ύψος (m)2]. Σε όλους τους υπέρβαρους (ΔΜΣ>25 kg/m2) ή παχύσαρκους (ΔΜΣ>30 kg/m2) ασθενείς προτείνεται περιορισμός της θερμιδικής πρόσληψης και αύξηση της φυσικής δραστηριότητας. Σε παχύσαρκα άτομα (ΔΜΣ>30 kg/m2) ή άτομα με ΔΜΣ >27 kg/m2 και παρουσία σχετικών νοσημάτων συνιστάται συχνά επιπρόσθετη φαρμακευτική αγωγή, από τους στόματος ή ενέσιμη. Χειρουργική αντιμετώπιση με βαριατρικές επεμβάσεις συστήνεται σε άτομα με ΔΜΣ>40 kg/m2 ή ΔΜΣ>35 kg/m2 και παρουσία συννοσηροτήτων.
Μέχρι πρόσφατα, διαθέσιμα ήταν μόνο κάποια χάπια που συνέβαλαν σε μικρό βαθμό στην καταπολέμηση της παχυσαρκίας. Αυτά αφορούν στην ορλιστάτη και στο συνδυασμό ναλτρεξόνης και βουπροπιόνης. Η ορλιστάτη είναι αναστολέας παγκρεατικών και εντερικών λιπασών που έχει ως αποτέλεσμα την αποτροπή απορρόφησης περίπου 1/3 του προσλαμβανόμενου από την διατροφή λίπους. Οδηγεί σε απώλεια λίγων μόνο κιλών με συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες από το γαστρεντερικό, όπως διάρροιες και στεατόρροια, που επηρεάζουν την καθημερινή ποιότητα ζωής. Ο συνδυασμός ναλτρεξόνης/βουπροπιόνης δρα στον υποθάλαμο και έχει ανορεξιογόνο επίδραση κεντρικά. Μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια λίγων κιλών, αλλά χρειάζεται προσοχή σε άτομα με αρτηριακή υπέρταση ή χρήση αντικαταθλιπτικών.
Το 2014 η ενέσιμη λιραγλουτίδη, που δίδεται ως καθημερινή υποδόρια ένεση, εγκαινίασε μια νέα εποχή. Ο FDA την ενέκρινε αρχικά για τη διαχείριση του σακχαρώδη διαβήτη και αργότερα για την παχυσαρκία. H σεμαγλουτίδη είναι το πιο ισχυρό «ξαδερφάκι» της λιραγλουτίδης, που χορηγείται ως υποδόρια ένεση μία φορά την εβδομάδα. Ο FDA την ενέκρινε για τη διαχείριση του σακχαρώδη διαβήτη το 2017 και για την απώλεια σωματικού βάρους το 2021.
Τα φάρμακα αυτά ανήκουν σε οικογένεια μορίων που μιμούνται τα αποτελέσματα μιας ορμόνης, που ονομάζεται GLP-1. Το GLP-1 ρυθμίζει την όρεξη και διεγείρει τη γλυκοζοεξαρτώμενη έκκριση ινσουλίνης. Μελέτες υποδεικνύουν ότι μπορούν να βοηθήσουν τους ανθρώπους να χάσουν ως και 15% του αρχικού σωματικού τους βάρους. Βέβαια, τα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν πως όταν οι άνθρωποι σταματήσουν να τα χρησιμοποιούν, τα κιλά που έχασαν είναι πιθανό να επιστρέψουν.
Στην Ελλάδα η σεμαγλουτίδη διατίθεται και αποζημιώνεται για τη θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Πολλοί ιατροί άρχισαν να τη συνταγογραφούν για τη θεραπεία της παχυσαρκίας. Η ιατρική σύσταση λήψης του φαρμάκου μπορεί να έχει επιστημονική βάση, καθώς κάποιοι ιατροί θέλουν να βοηθήσουν τους ασθενείς τους με παχυσαρκία χωρίς διαβήτη. Προκύπτουν όμως διάφορα θέματα από τη συνταγογράφηση και κρατική αποζημίωση. Παχύσαρκοι ή υπέρβαροι ασθενείς χωρίς σακχαρώδη διαβήτη «βαφτίζονται» διαβητικοί, το σύστημα υγείας επιβαρύνεται οικονομικά, ενώ παρατηρείται τεράστια έλλειψη και αυτό έχει αντίκτυπο στα άτομα που χρειάζονται το φάρμακο.
Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες των νέων αυτών φαρμάκων προέρχονται από το γαστρεντερικό σύστημα, όπως ναυτία, αλλά οι περισσότερες είναι ήπιες ως μέτριες. Μειώνονται μάλιστα, όταν γίνεται σταδιακή αύξηση της δόσης. Υπάρχουν κάποιες σπάνιες αναφορές για επεισόδια παγκρεατίτιδας, ενώ πειραματικά κυρίως δεδομένα μιλάνε για πιθανή αύξηση του κινδύνου για καρκίνο θυρεοειδούς. Η γρήγορη απώλεια σωματικού βάρους που επιφέρουν μπορεί να οδηγήσει επίσης σε εικόνα γήρανσης του προσώπου με χαλάρωση του δέρματος.
Αναμένονται και άλλα φάρμακα για την παχυσαρκία στην ελληνική φαρμακευτική αγορά. Η τιρζεπατίδη είναι ένας διπλός αγωνιστής υποδοχέων του GLP-1 και του GIP. Εγκρίθηκε για τη θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, αλλά φαίνεται ότι θα είναι ασφαλής και αποτελεσματική και για τη θεραπεία της παχυσαρκίας. Μάλιστα, αναφέρονται μειώσεις ως και 25% από το αρχικό σωματικό βάρος, ποσοστό πολύ εντυπωσιακό. Επίσης, σε αρχικές μελέτες η καθημερινή χορήγηση από του στόματος ορφοργλιπρόνης, ενός μη πεπτιδικού αγωνιστή του υποδοχέα GLP-1, συσχετίστηκε με σημαντική μείωση σωματικού βάρους.
Τα επιστημονικά δεδομένα είναι πράγματι πολύ αισιόδοξα, θα πρέπει όμως να αντιμετωπίσουμε όλοι τα νέα αυτά φάρμακα με σύνεση. Είναι σημαντικό να χορηγούνται με την οδηγία Ενδοκρινολόγου ή άλλου ειδικού ιατρού, έτσι ώστε και να είναι ασφαλή αλλά και να τα έχουν στη διάθεσή τους εκείνοι που τα χρειάζονται πραγματικά.