Στις μέρες μας το θέμα της παραβατικότητας των ανηλίκων απασχολεί ιδιαίτερα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, συνήθως με πηχυαίους τίτλους και μάλλον ηδονοβλεπτική παρά δημοσιογραφική κάλυψη. Επίσης, αρκετά συχνά, ακόμα και από επίσημα χείλη, αναπαράγεται η διαπίστωση ότι στη χώρα μας στα χρόνια που διανύουμε βιώνουμε μια υποτιθέμενη έκρηξη περιστατικών βίας με δράστες ανήλικους – τόσο μεγάλη ώστε να είναι αναγκαία και δικαιολογημένη η άμεση λήψη δραστικών μέτρων προκειμένου να περιοριστεί ο κίνδυνος που απορρέει από τα τάχα αυξημένα αυτά περιστατικά.

Βεβαίως όποιος κάνει τον κόπο να εξετάσει τα πρωτογενή στοιχεία για το φαινόμενο διαπιστώνει ότι, π.χ., στα επίσημα -δηλωμένα στη Eurostat- κρούσματα βίαιων συμβάντων ανά 100.000 κατοίκους με ανήλικους δράστες η χώρα μας φιγουράρει σε μία από τις τελευταίες θέσεις στην Ε.Ε., ενώ η διαχρονική εξέλιξη των κρουσμάτων αποκαλύπτει μια αρχική αύξησή τους κατά τα χρόνια κορύφωσης της οικονομικής κρίσης, την οποία όμως ακολούθησαν σταθεροποίηση και μετέπειτα μείωση του αριθμού των κρουσμάτων αυτών. Η ίδια, πάνω κάτω, εικόνα προκύπτει και από την εξέταση των ποσοτικών δεδομένων συστηματικών ερευνών όπως αυτές που διενεργεί το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας του Πανεπιστημίου Αθηνών, το οποίο μετράει τον εκφοβισμό και την παραβατικότητα των ανηλίκων με βάση την πρότυπη ερευνητική μεθοδολογία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας από το 1998 μέχρι σήμερα. Και πάλι εδώ αναφαίνονται μια εκτόξευση του αριθμού των κρουσμάτων από το 2008 έως το 2014 και μετά ποσοτική μείωσή τους, με μόνο δύο εξαιρέσεις: τον ηλεκτρονικό εκφοβισμό, του οποίου τα κρούσματα φαίνεται να αυξάνονται σταθερά αντανακλώντας όμως μάλλον την ολοένα αυξανόμενη χρήση τεχνολογιών επικοινωνίας και πληροφορικής σε οτιδήποτε κάνουν τα παιδιά και οι έφηβοι (του εκφοβισμού συμπεριλαμβανομένου), και τη «διόρθωση» του αριθμού των κρουσμάτων την τελευταία διετία στα επίπεδα προ πανδημίας, καθώς τα χρόνια της καραντίνας είχαν και αυτά μειωθεί πάρα πολύ, όπως και όλα τα βίαια συμβάντα στον δημόσιο χώρο, είτε διαπράττονταν από ενήλικους είτε από ανήλικους.

Τι έχει αλλάξει στο προφίλ των ανήλικων παραβατών

Σημαίνουν όλα τα παραπάνω ότι δεν υφίσταται κανένα πρόβλημα παραβατικότητας των ανηλίκων; Σημαίνουν ότι όλος ο θόρυβος γύρω από το φαινόμενο είναι μόνο τεχνητός για να προκληθούν άλλοτε πολιτικές, κοινωνικές ή ηθικές στοχεύσεις; Η αλήθεια μοιάζει να είναι πως, πέρα από την οποιαδήποτε πλασματική διόγκωση του προβλήματος στο πεδίο της επικοινωνίας, όλοι όσοι εργαζόμαστε στον χώρο της προστασίας των παιδιών στη χώρα μας διαισθανόμαστε ότι κάτι όντως έχει αλλάξει. Μόνο που αυτό δεν είναι ποσοτικό, όπως άλλωστε αποδεικνύουν όλα τα διαθέσιμα στοιχεία. Είναι μάλλον ποιοτικό. Τα όποια -έστω λιγότερα σε αριθμό- συμβάντα βίας με ανήλικους δράστες έχουν ποιοτικά χαρακτηριστικά τα οποία δεν είχαν στο παρελθόν: τα παιδιά μοιάζουν πλέον να είναι σε θέση να επιδεικνύουν αυξημένη σκληρότητα και αναλγησία στον άλλον άνθρωπο, τόσο που αυτό μερικές φορές σοκάρει.

Αν όμως κανείς σκύψει λίγο πιο προσεκτικά πάνω στην κοινωνική πραγματικότητα της χώρας σήμερα, προκειμένου να ερμηνεύσει αυτή την ποιοτική μεταβολή, δεν θα αργήσει να αντιληφθεί ότι τα παιδιά που τώρα βρίσκονται στην εφηβεία στην Ελλάδα δεν έχουν να θυμούνται ως προσωπικό βίωμα τίποτε άλλο παρά μόνο μια αλληλουχία επικείμενων δεινών και καταστροφών: οικονομική κρίση, την οποία ακολούθησε υγειονομική κρίση, που με τη σειρά της ακολουθήθηκε από τη γεωπολιτική κρίση των τελευταίων ετών. Λείπει συνεπώς από την υποκειμενική τους εμπειρία οποιαδήποτε προσδοκία ενός καλύτερου αύριο, ενώ συχνά οι κυρίαρχες αφηγήσεις καθ’ όλη τη διάρκεια των τελευταίων ετών προέτρεπαν τα παιδιά να αναζητήσουν μια ατομική διαφυγή από τα επικείμενα κακά, ακόμα και σε βάρος των υπολοίπων. Αυτό άλλωστε κυριάρχησε λίγο πολύ στον επίσημο λόγο την περίοδο της πανδημίας: «Ο άλλος άνθρωπος είναι δυνητικά πηγή κινδύνου για σένα – και εσύ ο ίδιος πηγή κινδύνου για τους αγαπημένους σου», μοιάζαμε να λέμε ως κοινωνία στα παιδιά. Επειτα από όλα αυτά είναι, αν μη τι άλλο, παράλογο να μας παραξενεύει γιατί στις μέρες μας τα κρούσματα βίας με δράστες ανήλικους γίνονται σκληρότερα από ποτέ: ήμασταν εμείς οι ενήλικες -ο κυρίαρχος λόγος που απευθύναμε προς τα παιδιά- που τα προέτρεπαν να αποεπενδύσουν ψυχικά από τον συνάνθρωπό τους αντί να τα ενθαρρύνει να ανακαλύψουν στη σχέση με τον άλλον άνθρωπο, στην επικοινωνία μαζί του, στη συλλογικότητα τη λύση για τα προβλήματά τους, τη «βασιλική οδό» για την ικανοποίηση των επιθυμιών τους.

Εχει τεράστια σημασία να συνειδητοποιήσουμε τις πραγματικές διαστάσεις και τα αίτια του προβλήματος της βίας από τα παιδιά και τους εφήβους. Γιατί μόνο έτσι θα οδηγηθούμε σε αποτελεσματικές πολιτικές αντιμετώπισης. Ειδάλλως, θα κινδυνεύσουμε να μπούμε σε έναν αναίτιο ηθικό πανικό -σαν η κοινωνία να απειλείται από τα ίδια της τα παιδιά!– που μόνο κακό μπορεί να κάνει επιδεινώνοντας, μεταξύ άλλων, το πρόβλημα αντί να το ελέγξει. Διότι κοινωνίες όπως εκείνη των ΗΠΑ που έκαναν το σφάλμα να επενδύσουν στις τεχνολογίες ασφάλειας και επιτήρησης για να περιορίσουν το φαινόμενο της ανήλικης παραβατικότητας (τοποθετώντας κάμερες παντού, ανιχνευτές μετάλλων στην είσοδο των σχολείων κ.ά.) δεν κατάφεραν τίποτα περισσότερο παρά να φοβίσουν τα παιδιά και τους εφήβους και -καθώς ο φοβισμένος επιτίθεται- να προκαλέσουν έτσι ακόμα περισσότερη ανήλικη παραβατικότητα (την οποία αντιμετωπίζουν με περισσότερες τεχνολογίες ασφάλειας και επιτήρησης, που με τη σειρά τους προκαλούν ακόμη περισσότερη επιθετικότητα κ.ο.κ.).

Με το βλέμμα στο παιδί-θύμα

Η χώρα λοιπόν δεν έχει πρώτη ή κύρια ανάγκη τα μέτρα πάταξης μιας πλασματικά διογκούμενης και αναποτελεσματικά αντιμετωπιζόμενης ανήλικης παραβατικότητας. Εχει αντιθέτως επιτακτική ανάγκη την επεξεργασία συνεκτικών μέτρων και σχεδίων αντιμετώπισης των κρουσμάτων θυματοποίησης των παιδιών, έχει ανάγκη ένα συγκροτημένο και εκτενές Εθνικό Σχέδιο για την προστασία του παιδιού-θύματος. Και σε ένα τέτοιο Εθνικό Σχέδιο, ως μια μικρή υποπερίπτωση της θυματοποίησης των παιδιών, μπορούν να ενταχθούν και στοχευμένα και στη λογική που περιγράφηκε παραπάνω μέτρα για τον ανήλικο παραβάτη. Γιατί, σε τελική ανάλυση, κάθε κρούσμα ανήλικης παραβατικότητας δεν είναι παρά ένα κρούσμα ενός παιδιού-θύματος, ενός παιδιού που όλοι εμείς οι ενήλικες αποτύχαμε να του δώσουμε μια άλλη διέξοδο διαχείρισης ακόμα και για τον καταστροφικό θυμό του! Αν προσεγγίσουμε το πρόβλημα υπό μια τέτοια οπτική, τότε έχουμε να προσδοκάμε πολλά και θετικά από κάθε ενέργεια συμπερίληψης, ψυχικής ενδυνάμωσης και κοινωνικής στήριξης όλων των παιδιών που θυματοποιούνται – ακόμα και όσων αντανακλούν τη βία που δέχονται από το μίκρο- και το μακροπεριβάλλον τους.

Το θέμα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ygeiamou #12 που κυκλοφόρησε με ΤΟ ΘΕΜΑ την Κυριακή 27 Oκτωβρίου. 

Διαβάστε επίσης:

Σχολικός εκφοβισμός: Γονείς, βοηθήστε το παιδί να βάλει τέλος στο φόβο

Γονείς – Σχολικός εκφοβισμός: Πώς να αντιμετωπίσετε το παιδί που ασκεί bullying

Cyber bullying: Πώς να προστατεύσετε το παιδί από τον διαδικτυακό εκφοβισμό