Η συνεχώς αυξανόμενη πρόοδος στο πεδίο της υγείας, οι εξελίξεις στην ιατρική επιστήμη, καθώς και τα σύγχρονα επιτεύγματα στην ιατρική τεχνολογία έχουν βελτιώσει σημαντικά την αύξηση της προοπτικής επιβίωσης και την ποιότητα της ζωής κυρίως στις αναπτυγμένες χώρες. Τα τελευταία έτη, η ολιστική προσέγγιση αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της σύγχρονης Ιατρικής, αφού οι επαγγελματίες υγείας έχουν κατανοήσει τον πολύτιμο ρόλο της συναπόφασης με τον ασθενή σχετικά με την χορήγηση και συμμόρφωση της φαρμακευτικής αγωγής με κύριο γνώμονα το μέγιστο θεραπευτικό αποτέλεσμα.
Στόχος σε κάθε νόσηση, είναι η πλήρης ίαση με γενικά και ειδικά μέτρα, οδηγίες και θεραπεία πλήρως εξατομικευμένα στις ανάγκες, επιθυμίες και προτιμήσεις του πάσχοντα. Από την μια πλευρά, ο ιατρός ως ο ειδικός που κατέχει την επιστημονική γνώση και χρόνια εμπειρία σχετικά με την φυσιολογία, λειτουργία και συμπτωματολογία των συστημάτων του ανθρώπινου οργανισμού, και από την άλλη, ο ίδιος ο ασθενής ο οποίος γνωρίζει καλύτερα από τον οποιονδήποτε άλλον τα υποκειμενικά συμπτώματα, τον τρόπο διαβίωσης και τις ιδιαιτερότητες της προσωπικότητάς του. Για τους ανωτέρω λόγους, όσο σημαντική είναι η πρώιμη και ορθή διάγνωση του ιατρού, τόσο σημαντική και απαραίτητη είναι η συμμόρφωση του ασθενή με τις οδηγίες και την προσέγγιση του θεράποντα.
Η έλλειψη της συμμόρφωσης του αρρώστου, δεν διαπιστώνεται αποκλειστικά στην τήρηση των συνταγογραφούμενων σκευασμάτων ως προς τη χρονική διάρκεια και τη δοσολογία, αλλά και με τις επιπρόσθετες οδηγίες και συστάσεις του υγειονομικού οι οποίες κατέχουν εξίσου σημαίνουσα θέση στην ίαση και στην αποθεραπεία. Η αποφυγή του καπνίσματος, της υπέρμετρης κατανάλωσης αλκοόλ, της διατήρησης φυσιολογικού σωματικού βάρους, της καθημερινής σωματικής άσκησης, της διαχείρισης του άγχους και των αρνητικών συναισθημάτων, καθώς και της υιοθέτησης μιας ισορροπημένης διατροφής με επαρκή ενυδάτωση αποτελούν μερικές βασικές οδηγίες και συστάσεις που όμως οι ασθενείς, αν και γνωρίζουν την πολυτιμότητά τους, δυσκολεύονται συνήθως να ακολουθήσουν.
Δεν είναι λίγες οι φορές όπου στα αρχικά στάδια της πάθησης, οι ασθενείς ακολουθούν κατά γράμμα και πιστά τη θεραπεία ή τις οδηγίες του επαγγελματία υγείας, ενώ με το πέρασμα των ημερών και τη μερική βελτίωση και υποχώρηση των κλινικών συμπτωμάτων, πιθανά είτε εγκαταλείπουν την αγωγή προ ολοκλήρωσης είτε την τροποποιούν ως προς τη λήψη, χωρίς ενημέρωση του θεράποντα. Η υιοθέτηση της αντίστοιχης συμπεριφοράς είναι ιδιαίτερα συχνή στις οξείες παθήσεις, με τις μελέτες να δείχνουν ένα μεγάλο ποσοστό επανεκτιμήσεων στον ίδιο ή διαφορετικό επαγγελματία υγείας. Για παράδειγμα, είναι συχνό οι ασθενείς να μην ολοκληρώνουν ημερολογιακά το αντιβιοτικό σχήμα για μια λοίμωξη του κατώτερου αναπνευστικού, όταν υφεθεί το εμπύρετο ή τα συμπτώματα του βήχα, της απόχρεμψης, της κακουχίας και της καταβολής, θεωρώντας ότι έχουν αποθεραπευτεί πλήρως παρά τις ανάλογες έγγραφες ή προφορικές συστάσεις.
Πιο συγκεκριμένα, για τις συνηθέστερες χρόνιες αναπνευστικές παθήσεις, όπως η νόσος ΧΑΠ και το βρογχικό άσθμα, τα δεδομένα αποδεικνύουν ότι τα επίπεδα συμμόρφωσης των ασθενών δεν είναι ιδιαίτερα υψηλά, με τους κυριότερους αιτιολογικούς παράγοντες να θεωρούνται η μεγάλη ηλικία όπου η κατανόηση τήρησης των οδηγιών πιθανά να είναι δυσχερής, η μη ορθή χρήση της αναπνευστικής συσκευής, καθώς και η μειωμένη αντίληψη της σοβαρότητας και της βαρύτητας της αναπνευστικής πάθησης με ανάληψη ατομικής πρωτοβουλίας ως προς διαλείπουσα χρήση ή τροποποίηση της εισπνεόμενης αγωγής.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι και οι επαγγελματίες υγείας οφείλουν να συνομιλούν ισότιμα και να συνεργάζονται με αγαστό τρόπο με τον πάσχοντα, αφιερώνοντας τον απαιτούμενο χρόνο, έτσι ώστε να λυθούν όλες οι πιθανές απορίες και οι λανθασμένες αντιλήψεις, ενώ ανασταλτικά αίτια ως προς τη συμμόρφωση, αποτελούν το υψηλό κόστος της αγωγής, οι πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες, καθώς και η συνταγογράφηση σύνθετων και πολύπλοκων θεραπευτικών σχημάτων τα οποία συμβάλουν στην αδυναμία «κοινού βηματισμού» ανάμεσα στον ασθενή και τον ιατρό.