Στη σύγχρονη κοινωνία, όπου η ισότητα των φύλων θεωρείται αυτονόητη, οι γυναίκες γιατροί συνεχίζουν να δίνουν τη δική τους μάχη, όχι μόνο στα νοσοκομεία και τα ιατρεία, αλλά και ενάντια σε αόρατα εμπόδια που ορθώνονται μπροστά τους. Ιδιαίτερα για τις μητέρες-γιατρούς, η επαγγελματική ανέλιξη μοιάζει με έναν διαρκή αγώνα ανάμεσα στην αφοσίωση στο λειτούργημά τους και στις ευθύνες της οικογένειας. Το να είναι κανείς γιατρός απαιτεί αφοσίωση, ατελείωτες ώρες εργασίας και συναισθηματική αντοχή.
Όταν όμως μια γυναίκα-γιατρός είναι και μητέρα, οι απαιτήσεις αυτές διπλασιάζονται. Ο συνδυασμός της κλινικής εργασίας, των εφημεριών και της διαρκούς ανάγκης για επιμόρφωση με τις οικογενειακές υποχρεώσεις δημιουργεί μια εξαιρετικά απαιτητική εξίσωση.
Πολλές αναγκάζονται να επιβραδύνουν την επαγγελματική τους πορεία ή ακόμα και να κάνουν βήματα πίσω. Η επιλογή μιας λιγότερο απαιτητικής ειδικότητας ή η άρνηση προαγωγών για να υπάρχει περισσότερος χρόνος για τα παιδιά είναι κοινά φαινόμενα στον χώρο μας. Αυτές οι συμβιβαστικές αποφάσεις, όμως, συχνά διαιωνίζουν το φαινόμενο της γυάλινης οροφής, το αόρατο αλλά ισχυρό εμπόδιο που εμποδίζει τις γυναίκες να φτάσουν στις υψηλότερες βαθμίδες της ιατρικής ιεραρχίας. Αν και το ποσοστό των γυναικών που εισάγονται στις ιατρικές σχολές αυξάνεται, η παρουσία τους σε διευθυντικές θέσεις, ως επικεφαλής κλινικών ή πανεπιστημιακές καθηγήτριες, παραμένει χαμηλή.
Τα στατιστικά δείχνουν ότι οι άνδρες εξακολουθούν να κυριαρχούν σε ηγετικές θέσεις, ενώ οι γυναίκες αντιμετωπίζουν έμμεσες διακρίσεις, όπως λιγότερες ευκαιρίες για έρευνα, μικρότερη χρηματοδότηση και κοινωνικές προκαταλήψεις που αμφισβητούν τη δέσμευσή τους λόγω της μητρότητας. Παράλληλα, η επιμονή στην «παραδοσιακή» εικόνα του γιατρού που είναι συνεχώς διαθέσιμος και αφοσιωμένος αποκλειστικά στην καριέρα του, καθιστά δύσκολο για τις γυναίκες να διεκδικήσουν ισότιμα υψηλόβαθμες θέσεις χωρίς να θεωρηθούν «λιγότερο αφοσιωμένες».
Σύμφωνα με την έκθεση της ΕΛΣΤΑΤ για το σύνολο του τακτικού διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού (μέλη ΔΕΠ) στα ελληνικά πανεπιστήμια για το ακαδημαϊκό έτος 2021- 2022 σε όλα τα πανεπιστήμια, έφτασαν τα 9.941 με τους άνδρες να είναι αριθμητικά 6.800 και τις γυναίκες να υπολείπονται κατά πολύ σε 3.141.
Η λύση στο πρόβλημα αυτό δεν βρίσκεται στην προσωπική υπερπροσπάθεια κάθε γυναίκας-γιατρού, αλλά στην αλλαγή των δομών και της κουλτούρας του επαγγέλματος. Είναι σημαντικό να δημιουργηθούν τα απαραίτητα υποστηρικτικά δίκτυα και να αναλάβουν οι εμπνευσμένοι εκείνοι μέντορες οι οποίοι θα μπορέσουν να βοηθήσουν τις νέες γιατρούς να διαχειριστούν τις σύγχρονες προκλήσεις της εποχής. Επίσης, να καθιερωθούν διαφανείς διαδικασίες αξιολόγησης και προαγωγής, ώστε η αριστεία και όχι το φύλο ή η οικογενειακή κατάσταση να καθορίζουν την εκάστοτε ανέλιξη.
Δυστυχώς, τα ερωτήματα και οι προβληματισμοί δεν αφορούν μόνο τις γυναίκες γιατρούς, αλλά και κάθε γυναίκα, μητέρα ή μη, επαγγελματία η οποία στη χώρα μας μπορεί να αντιμετωπίζει ανάλογα εμπόδια και περιορισμένες ευκαιρίες ανέλιξης. Από την άλλη, η ιστορία έχει δείξει ότι εμείς οι γυναίκες μπορούμε να τα ξεπεράσουμε και να πετύχουμε εντυπωσιακές κατακτήσεις. Με επιμονή, συλλογική δράση και αλλαγή νοοτροπίας, η γυάλινη οροφή και τα έμφυλα στερεότυπα μπορούν να σπάσουν, επιτρέποντας σε κάθε γυναίκα να ακολουθήσει την καριέρα που της αξίζει, έτσι ώστε καμία να μη χρειάζεται να αποδείξει διπλά την αξία της.
Οι προκλήσεις που συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στην Ιατρική και την Eπιστήμη