Ο ψυχίατρος – ψυχοθεραπευτής και αξιόλογος συγγραφέας Δημήτρης Καραγιάννης απαντάει σε ερωτήματα ζωής και θανάτου, στεκόμενος με παρρησία, θάρρος και ειλικρίνεια μπροστά στην απειλή της ασθένειας, και δείχνοντας μας βαθιά φιλοσοφημένους τρόπους για να προσεγγίσουμε το ζήτημα.
Ποια είναι τα πρώτα συναισθήματα ενός ανθρώπου που μαθαίνει ότι νοσεί; Και πως αυτά τα συναισθήματα διαμορφώνονται ενώ η θεραπεία εξελίσσεται;
Οι άνθρωποι όταν συνειδητοποιούν την ύπαρξη μιας βαριάς νόσου, μαζί με τον πόνο, βιώνουν βασανιστικά τα υπαρξιακά ερωτήματα που έρχονται να ανατρέψουν τη μέχρι τότε πορεία τους. Οι δύσκολες καταστάσεις του παρελθόντος μοιάζουν με παιγνιδίσματα, όταν παρουσιάζεται ένας όγκος, μια απειλητική ασθένεια. Οι άνθρωποι όταν νοσηλεύονται για σοβαρές ογκολογικές παθήσεις βρίσκονται σε μια κατάσταση αποτυχίας, δυσφορίας, απογοήτευσης, πόνου και έντασης. Βιώνουν την ύψιστη αγωνία για τη ζωή τους. Η ζωή τους ανατρέπεται και αμφισβητείται το νόημά της. Αναρωτιούνται για το αν έχουν ποτέ γνήσια αγαπηθεί ή αν αλήθεια αυτοί μπορούν να αγαπήσουν. Έρχονται αντιμέτωποι με απαιτητικές και δύσκολες συνθήκες ζωής στα πλαίσια των οποίων πρέπει να μάθουν να ζουν με την αβεβαιότητα της τελικής έκβασης. Παράλληλα απειλείται η φιλοσοφία τους για τη ζωή, οι αξίες, τα σχέδια, τα όνειρα, οι προσδοκίες και οι ελπίδες τους. Βρίσκονται αντιμέτωποι με σημαντικές αναθεωρήσεις και ριζικές αλλαγές που επηρεάζουν την υπόσταση και τη δομή της οικογένειας. Το παρελθόν μοιάζει απόμακρο, αποκομμένο από το παρόν, εξιδανικευμένο ή ξεχασμένο, ενώ το απειλητικό μέλλον απωθείται καθώς αποφεύγουν να θέσουν μακροχρόνιους στόχους.
Αισθάνονται ένα είδος ματαίωσης; Και πώς εξηγείτε ότι κάποιες φορές εκφράζουν άρνηση στο να αποδεχτούν την πραγματικότητα;
Συνειδητοποιούν ότι οι όποιες επενδύσεις τους σε επιτεύγματα ή στόχους αποδείχθηκαν άχρηστες μετοχές που τους οδήγησαν σε ολοκληρωτική ένδεια. Τότε ξεσκεπάζονται από το όποιο κάλυμμά τους και μένουν απροστάτευτοι απέναντι στο παράλογο της ύπαρξης, όταν αυτή στερείται νοήματος που να υπερβαίνει την ατομικότητα. Αναζητούν να εναποθέσουν τους πόνους, τους φόβους και τις αγωνίες τους και νιώθουν να οδηγούνται σε αδιέξοδο, ενώ κάποιες άλλες φορές στο πλαίσιο μιας απεγνωσμένης άμυνας προσποιούνται ότι τίποτα κακό δεν συμβαίνει και ότι όλα θα είναι περαστικά. Στο ένα άκρο κρύβεται μια επαναστατημένη στάση όπου η άρνηση της παραδοχής του πόνου και του κακού στη ζωή, οδηγεί στην αναζήτηση κάποιου αποδιοπομπαίου τράγου.
Στο άλλο άκρο, διακρίνεται μια μοιραία στάση όπου ο πόνος είναι δεδομένος και αξεπέραστος και που το μόνο που απομένει είναι η διαχείριση του, ώστε να έχει τη λιγότερη δυνατή επίδραση στη ζωή.
Ποιος ο ρόλος των δικών τους ανθρώπων στη διαχείριση αυτής της δύσκολης κατάστασης;
Η προσπάθεια επίλυσης με τη βοήθεια των δικών τους ανθρώπων, συντρόφων, γονιών ή φίλων, οδηγεί πολλές φορές σε μεγαλύτερου βαθμού εμπλοκή καθώς, θέτοντας το ερώτημα αδιέξοδα, οι απαντήσεις που λαμβάνουν είναι αντίστοιχα αδιέξοδες, αφού και οι δικοί τους βιώνουν αντίστοιχες επώδυνες αβεβαιότητες. Είναι τότε που οι συγγενείς και οι φίλοι προσπαθώντας να παρηγορήσουν κινδυνεύουν να προσποιούνται και επιδιώκοντας να κουκουλώσουν τις καταστάσεις, δημιουργούν άθελά τους μεγαλύτερη μοναξιά. Η ελπίδα είναι γνήσια όταν συνυπάρχει με την αλήθεια. Όταν οδηγεί στην υπεκφυγή, στην άρνηση ή στη συγκάλυψη της αλήθειας, είναι ψευδαίσθηση και αντιστοιχεί στους αδύναμους.
Πόση αλήθεια και πόση παρηγοριά μπορεί να δεχθεί ο κάθε ασθενής; Υπάρχει κάποιος χρυσός κανόνας;
Η συμβουλή: «Μη στεναχωριέσαι» είναι βαθύτατα απελπιστική. Η άρνηση της αποδοχής της λύπης σημαίνει ότι το άγγιγμα της θλίψης κάποια στιγμή, θα είναι ανυπέρβλητα καταστροφικό. Όντως είναι διαλυτικό, όταν δεν έχεις μοιρασθεί τις θλίψεις των άλλων. Είναι διαλυτικό εάν σε έχουν περιβάλλει με ένα σκηνικό ευδαιμονίας και ευφορίας. Είναι ανυπόφορο αν έχεις καταφέρει να πείσεις τον εαυτό σου, ότι υπάρχει κάποιος τρόπος που εάν τον εφαρμόσεις θα γλιτώσεις από την δοκιμασία της ύπαρξης. Η επιταγή «Don’t worry» κατά βάθος δεν στοχεύει σε αυτόν στον οποίο απευθύνεται, αλλά σε εκείνον που την εκφράζει. Αν το μεταφράσουμε θα ακούσουμε: «Μη στεναχωριέσαι και φρόντισε να περνάς ευχάριστα, γιατί εγώ δεν αντέχω δυσάρεστες καταστάσεις». Επομένως φρόντισε να μη στεναχωριέσαι, έστω και αν σου έχει συμβεί κάτι πολύ δυσάρεστο, γιατί τότε δυσκολεύεις και μένα και εγώ δεν το αντέχω.
Πώς αισθάνεται ένας γιατρός όταν πρέπει να ανακοινώσει κάτι δυσάρεστο και πώς τον επηρεάζουν τα δεινά των ασθενών του;
Για ένα ψυχίατρο όπως εγώ, αποτελεί καθημερινή σκληρή δοκιμασία η αναγγελία της σοβαρής διαταραχής ενός παιδιού στους γονείς του. Κανείς δεν εύχεται να είναι εκείνος που πρώτος θα την αναγγείλει. Γενικά, η απόφαση να αντέξεις να αναφερθείς στην αλήθεια των γεγονότων και να αποφύγεις να δώσεις ψεύτικες ελπίδες, που τελικά γίνονται φορείς απελπισίας, είναι εξαιρετικά δύσκολη, πολύπλοκη, επώδυνη. Αυτή όμως η απαιτητική συμπόρευση στον πόνο των άλλων γίνεται αφορμή για ουσιαστικές υπαρξιακές αναζητήσεις, που δεν αφορούν μόνο κάποιους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν δύσκολες στιγμές, αλλά είναι πανανθρώπινες. Για παράδειγμα, μπορείς να ακούς κάποιον νέο άνθρωπο που μαθαίνει ότι πάσχει από καρκίνο να μη ρωτά ποτέ το «γιατί σε μένα;» επειδή το βρίσκει ανήθικο, και εσύ να ευτελίζεις την προσωπική σου ζωή για κάτι που είναι αναστρέψιμο ή απλώς συνεπάγεται ένα κάποιο οικονομικό τίμημα; Άνθρωποι που θα είχαν το απόλυτο άλλοθι για απογοήτευση, όπως άνθρωποι με σοβαρές ανίατες ασθένειες ή γονείς παιδιών με σοβαρή νοητική καθυστέρηση, δίνουν το Αναστάσιμο μήνυμα ότι η βαθιά χαρά δεν χαρίζεται, αλλά κατακτιέται μέσα στην παλαίστρα του πόνου.
Η ψυχοθεραπευτική προσέγγιση που υπηρετείτε πώς αντιμετωπίζει το θέμα;
Η υπαρξιακή προσέγγιση δεν αμφιβάλλει για τις επώδυνες συνέπειες που μπορεί να επιφέρει η όποια απειλητική για τη ζωή ασθένεια στη ψυχική υγεία αυτού που θα την υποστεί. Δεν αποδέχεται όμως την μονομερή καταγραφή των ψυχοπαθολογικών συνεπειών, δίχως την αντίστοιχη καταγραφή και των θετικών δυνάμεων που ενδεχομένως αναδύονται από την θεραπευτική κατεργασία των αρνητικών εμπειριών. Είναι μια θεραπευτική στάση που δεν ενοχοποιεί, αλλά ούτε επικαλύπτει τα σημάδια της απειλής από την αρρώστια, δηλώνει ότι ο πόνος είναι πάντα απευκταίος από τη ζωή μας και κανείς δεν μπορεί να προσποιείται ότι τον αποζητά. Αλλά η εμφάνισή του δύναται να θέσει σε λειτουργία υπόγειες δυνάμεις του ανθρώπου που θα του δώσουν τη δυνατότητα όχι μόνο να βιώσει την υπέρβαση του πόνου, αλλά να κατακτήσει στοιχεία σοφίας.
Και για αυτούς που τα καταφέρνουν και ξεπερνούν τον καρκίνο; Τι επιδράσεις έχει αυτό στον ψυχισμό τους; Γίνονται καλύτεροι άνθρωποι;
Η επεξεργασμένη εμπειρία του πόνου δημιουργεί αντισώματα για την υπόλοιπη ζωή. Σε κάνει πιο ταπεινό, καθώς αναγνωρίζεις τα όριά σου. Σου επιτρέπει να είσαι πιο ευαίσθητος στα προβλήματα των άλλων ανθρώπων, δίχως να τους προσβάλλεις με τον οίκτο σου. Σε μαθαίνει να ξεχωρίζεις ποιο είναι το σημαντικό και ποιο το δευτερεύον. Σε υποχρεώνει να απαντήσεις σοβαρά στα υπαρξιακά ερωτήματα. Νιώθω ευγνώμων για όλους εκείνους τους ανθρώπους που μου επέτρεψαν να είμαι κοντά τους στον γνήσιο πόνο τους, καθώς ανάμεσα στα δάκρυά τους μπορούσαν να είναι τόσο ανθρώπινοι. Αυτές οι εμπειρίες με κάνουν να νιώθω σιγουριά, όταν αναφέρομαι στο γεγονός ότι σήμερα υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που τιμούν την ύπαρξή τους. Άνθρωποι που ως το τέλος της ζωής τους κοσμούν τη σύγχρονη κοινωνία με την εσωτερική τους ποιότητα.