Ο υπό διερεύνηση αναστολέας της τυροσινικής κινάσης του Bruton (BTKi), ένας από του στόματος, εκλεκτικός μικρομοριακός παράγοντας που διαπερνά τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό, πέτυχε τα πρωτεύοντα και δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία σε μια κλινική μελέτη Φάσης 2b που αξιολόγησε την αποτελεσματικότητα και την ασφάλειά του σε συμμετέχοντες με υποτροπιάζουσα πολλαπλή σκλήρυνση.
Ο αναστολέας της BTK (SAR442168) μείωσε σημαντικά την ενεργότητα της νόσου που σχετίζεται με την πολλαπλή σκλήρυνση (ΠΣ), όπως αποτυπώθηκε βάσει μαγνητικής απεικόνισης (MRI).
Η μελέτη Φάσης 2 σχεδιάστηκε για την αξιολόγηση της σχέσης δόσης-ανταπόκρισης μετά από 12 εβδομάδες θεραπείας με SAR442168, καταγράφοντας τον αριθμό των νέων βλαβών στον εγκέφαλο βάσει μαγνητικής απεικόνισης (MRI). Η μελέτη αξιολόγησε τέσσερις δόσεις μεταξύ 5mg και 60mg μετά από 12 εβδομάδες και χρησιμοποίησε δεδομένα εικονικού φαρμάκου, τα οποία λήφθηκαν σε χρονικό διάστημα τεσσάρων εβδομάδων. Όσον αφορά στο πρωτεύον καταληκτικό σημείο που σχετίζεται με τον αριθμό των υπέρπυκνων βλαβών σε απεικόνιση T1 ακολουθίας ενισχυμένη με γαδολίνιο, εφαρμόστηκε μια διαδικασία πολλαπλής σύγκρισης με μοντελοποίηση στα δεδομένα δόσης-ανταπόκρισης, η οποία αποκάλυψε ότι το εκθετικό μοντέλο ήταν το πλέον ενδεδειγμένο (p=0,03). Εφαρμόζοντας μια post hoc στατιστική ανάλυση σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο, η θεραπευτική επίδραση του SAR442168 στη δόση 60mg ήταν σημαντική, καθώς πέτυχε σχετική μείωση κατά 85% (p=0,0178). Για το δευτερεύον καταληκτικό σημείο που αφορά στον αριθμό των νέων ή αυξανόμενων σε μέγεθος υπέρπυκνων βλαβών σε T2 ακολουθία, το γραμμικό μοντέλο θεωρήθηκε το πλέον ενδεδειγμένο (p<0,0001) και σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο, η θεραπεία με SAR442168 60mg οδήγησε σε σχετική μείωση κατά 89% (p<0,0001, post hoc).
Ο αναστολέας της BTK ρυθμίζει τόσο τα ανοσοκύτταρα που είναι υπεύθυνα για την επίκτητη ανοσία (ενεργοποίηση των Β κυττάρων) όσο και τα ανοσοκύτταρα που είναι υπεύθυνα για την εγγενή ανοσία (μικρογλοιακά κύτταρα του ΚΝΣ). Τα κύτταρα αυτά θεωρείται ότι συνδέονται με τη νευροφλεγμονή και τη νευροεκφύλιση στον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό, ένα φαινόμενο του οποίου η κλινική σημασία βρίσκεται υπό έρευνα.
«Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης δίνουν ελπίδες ότι το SAR442168 ενδέχεται να αποτελέσει μια σημαντική θεραπεία για την υποτροπιάζουσα ΠΣ. Υπό το φως των αδιάσειστων στοιχείων που αναδύονται σχετικά με τον ρόλο του εγγενούς ανοσοποιητικού συστήματος του εγκεφάλου στις υποβόσκουσες βλάβες της ΠΣ, έχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε ότι το SAR442168 – λόγω του μοριακού μηχανισμού δράσης και της ικανότητάς του να διαπερνά τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό – μπορεί να έχει πρόσθετες επιδράσεις που πρέπει να μελετήσουμε πιο διεξοδικά. Κατά την προσωπική μου άποψη, είναι σημαντικό να προχωρήσουμε στην εκτενή και καινοτόμο δοκιμή του συγκεκριμένου αναστολέα της BTK σε μελέτες Φάσης 3 στην ΠΣ», σύμφωνα με τον Daniel Reich, MD, PhD, Ανώτερο Ερευνητή στα Αμερικανικά Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας, Επικεφαλής του Τομέα Μεταφραστικής Νευροακτινολογίας στο Εθνικό Ινστιτούτο Νευρολογικών Διαταραχών και Εγκεφαλικού Επεισοδίου, και ακαδημαϊκό κύριο ερευνητή της μελέτης Φάσης 2b.
Στη μελέτη Φάσης 2b, οι ασθενείς ανέχτηκαν καλώς το νέο φάρμακο ενώ δεν παρατηρήθηκαν συμβάντα ασφάλειας που να προκαλούν ανησυχία για την περαιτέρω έρευνα, καθώς αναφέρθηκε μόνο μία σοβαρή ανεπιθύμητη ενέργεια (υποτροπή της ΠΣ) σε έναν ασθενή που έλαβε θεραπεία με SAR442168 για χρονικό διάστημα 12 εβδομάδων. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες (AEs) ήταν πονοκέφαλος (3 έως 13%), λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού (3 έως 6%) και ρινοφαρυγγίτιδα (3 έως 9%).
Επί του παρόντος, ο αναστολέας της BTK, SAR442168, βρίσκεται υπό κλινική ανάπτυξη, και η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητά του δεν έχουν επιβεβαιωθεί από καμία ρυθμιστική αρχή.
Στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, περίπου 1,2 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν διαγνωσθεί με ΠΣ, μία απρόβλεπτη, χρόνια νόσο που επιτίθεται στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Παρόλο που υπάρχουν διαθέσιμες θεραπείες, πολλοί ασθενείς με ΠΣ συνεχίζουν να συσσωρεύουν αναπηρία, μεταβαίνοντας σε προϊούσα μορφή της νόσου για την οποία οι διαθέσιμες θεραπείες είναι περιορισμένες ή ανύπαρκτες.