Το κοτόπουλο μπορεί να φιλοξενήσει τα παθογόνα βακτήρια Salmonella και Campylobacter. Οι υψηλές θερμοκρασίες μπορούν να σκοτώσουν αυτά τα μικρόβια, αλλά μπορεί να επιβιώσουν και να προκαλέσουν ασθένεια εάν το κρέας δεν είναι καλά ψημένο. Ξεκινώντας από αυτό το Νορβηγικό Ινστιτούτο Τροφίμων, Αλιείας και Υδατοκαλλιέργειας πραγματοποίησε μία ενδιαφέρουσα έρευνα για να διαπιστώσει αν οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στα νοικοκυριά είναι ασφαλείς.
Για να διευκρινίσουν τις πρακτικές μαγειρικής κοτόπουλου των καταναλωτών, ο νορβηγοί ερευνητές εξέτασαν 3.969 ιδιωτικά νοικοκυριά σε πέντε ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Νορβηγία, Πορτογαλία, Ρουμανία και Ηνωμένο Βασίλειο) σχετικά με τις πρακτικές μαγειρικής κοτόπουλου που ακολουθούσαν.
Η ανάλυση έδειξε ότι ο έλεγχος του εσωτερικού χρώματος του κρέατος κοτόπουλου είναι ένας δημοφιλής τρόπος για να κρίνουμε το αν έχει γίνει, καθώς χρησιμοποιείται από τα μισά νοικοκυριά. Άλλες κοινές μέθοδοι περιλαμβάνουν την εξέταση της υφής του κρέατος. Ωστόσο, το χρώμα και η υφή δεν είναι από μόνα τους αξιόπιστοι δείκτες ασφάλειας. Παράλληλα, η χρήση θερμόμετρου για να εκτιμηθεί η κατάσταση καλύτερα είναι μία μέθοδος που επίσης δεν διασφαλίζει απόλυτα.
Τι πρέπει να κάνουν τελικά οι μάγειρες του σπιτιού; Όπως αναφέρεται στην έρευνα, συνιστάται οι καταναλωτές να ελέγχουν ότι όλες οι επιφάνειες του κρέατος μαγειρεύονται, καθώς τα περισσότερα βακτήρια εντοπίζονται στην επιφάνεια. Δεύτερον, πρέπει να ελέγχουν τον πυρήνα του κρέατος. Όταν το κρέας στον πυρήνα είναι ινώδες και όχι γυαλιστερό, έχει φτάσει σε μια ασφαλή θερμοκρασία για κατανάλωση.