Οι αναστολείς αντλίας πρωτονίων (PPI), μια κατηγορία φαρμάκων που χρησιμοποιούνται εκτενώς για τη θεραπεία της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης και των σχετικών συμπτωμάτων, μπορούν να οδηγήσουν σε αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων σε παιδιά και εφήβους, σύμφωνα με μία μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Journal of Pediatric Gastroenterology and Nutrition.
«Η μελέτη υποδεικνύει έναν αυξημένο κίνδυνο κατάγματος σε κατά τα άλλα υγιείς παιδιατρικούς ασθενείς που εκτίθενται σε αναστολείς αντλίας πρωτονίων», υποστηρίζει ο επικεφαλής, Nathan Robert Fleishman, από το Νοσοκομείο Παίδων Mercy στο Κάνσας. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι τα ευρήματά τους θα έχουν σημαντικές συνέπειες για την φροντίδα των παιδιών που λαμβάνουν τα εν λόγω φάρμακα, και ειδικότερα εκείνων που κάνουν μακροχρόνια χρήση.
Κίνδυνος παρόμοιος με των ενηλίκων
Η μελέτη περιελάμβανε δεδομένα από παιδιά και εφήβους μέσης ηλικίας τεσσάρων ετών, τα οποία λάμβαναν ιατρική φροντίδα σε 51 αμερικανικά παιδιατρικά νοσοκομεία από το 2011 έως το 2015. Συνολικά, 32.001 περιστατικά λήψης αναστολέων αντλίας πρωτονίων από ασθενείς αντιστοιχίστηκαν με τον ίδιο αριθμό ασθενών που δε λάμβανα τα φάρμακα αυτά, με τη μελέτη να εξαιρεί ασθενείς με πολύπλοκες χρόνιες παθήσεις ή παθήσεις και φαρμακευτικές αγωγές με προδιάθεση για κίνδυνο κατάγματος.
Η ανάλυση έδειξε ένα σημαντικά υψηλότερο ποσοστό καταγμάτων στα παιδιά που εκτίθεντο σε αναστολείς αντλίας πρωτονίων: συγκεκριμένα, 1,4% σε σχέση με το 1,2% εκείνων που δεν λάμβαναν τα φάρμακα. Οι συγγραφείς πραγματοποίησαν περαιτέρω ανάλυση για να προσαρμόσουν τη μελέτη στα διαφορετικά χαρακτηριστικά των ασθενών, όπως το φύλο, η εθνικότητα, η κατάσταση ασφάλισης και ο τύπος και η ένταση της παροχής φροντίδας.
Και στην προσαρμοσμένη ανάλυση, όμως, οι πιθανότητες κατάγματος παρέμειναν εξαιρετικά υψηλές στα παιδιά που εκτίθεντο σε αναστολείς αντλίας πρωτονίων, με την αναλογία προσαρμοσμένων πιθανοτήτων να φτάνει το 1.2. Με άλλα λόγια, όταν όλοι οι υπόλοιποι παράγοντες κινδύνου είναι ισότιμοι, η πιθανότητα κατάγματος θα είναι 20% μεγαλύτερη σε ένα παιδί που λαμβάνει PPI.
Και στις δύο ομάδες, τα άνω άκρα ήταν τα πιο κοινά σημεία κατάγματος, όμως τα παιδιά που εκτίθεντο σε PPI είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν κατάγματα και στα κάτω άκρα, τα πλευρά ή τη σπονδυλική στήλη. Επιπλέον, και στις δύο ομάδες τα κατάγματα ήταν συχνότερα στις ηλικιακές ομάδες 1-3 ετών και 9-13 ετών. Τα ευρήματα υποδεικνύουν, έτσι, μια επίδραση τάξης των αναστολέων αντλίας πρωτονίων: ο κίνδυνος κατάγματος αυξανόταν με όλα αυτά τα φάρμακα, αλλά όχι με κάποιο συγκεκριμένο από αυτά ή κάποιο συνδυασμό τους.
«Ενώ τα ευρήματά μας είναι στατιστικά σημαντικά, οι σχετικοί κίνδυνοι είναι μικροί. Οι σχεδιασμός της μελέτης, όμως, τείνει να υποτιμά τον πραγματικό κίνδυνο», παραδέχεται σε σχόλιό του ο Δρ. Fleishman και καταλήγει:
Σε κάθε περίπτωση, οι επιστήμονες ευελπιστούν τα ευρήματά τους να παρακινήσουν περαιτέρω έρευνες και στρατηγικές για τον περιορισμό του κινδύνου καταγμάτων σε παιδιά που χρειάζονται τους αναστολείς αντλίας πρωτονίων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.