Η αύξηση των ασφαλίστρων ανακοινώνεται στον ασφαλισμένο περίπου ένα μήνα πριν από την ανανέωση του ετήσιου συμβολαίου υγείας. Στις περιπτώσεις των ισόβιων συμβολαίων η τυχόν αύξηση αποφασίζεται συνήθως στις αρχές του χρόνου η κατά τους καλοκαιρινούς μήνες ανάλογα με την πολιτική της εταιρίας.
Το 2020 οι αυξήσεις που ανακοινώθηκαν κυμάνθηκαν από 4.5 % έως 7 % ενώ σε κάποιες περιπτώσεις και λίγο παραπάνω.
Με ποια κριτήρια όμως αποφασίζεται η ετήσια αύξηση των ασφαλίστρων;
Οι εταιρίες λαμβάνουν υπόψη τον ετήσιο ιατρικό πληθωρισμό, την ηλικία του ασφαλισμένου, την εξέλιξη του τιμολογίου των νοσοκομείων και των ιατρικών πράξεων καθώς και το ανώτατο όριο αποζημίωσης που ορίζει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Δηλαδή μεγαλύτερη αύξηση θα δει ο ασφαλισμένος που είναι ήδη στην ηλικία των 70 ετών από εκείνον που διανύει τη δεκαετία των 50 καθώς έχει στατιστικά περισσότερες πιθανότητες να αρρωστήσει και να νοσηλευτεί. Επίσης η αύξηση θα είναι μεγαλύτερη αν το συμβόλαιο καλύπτει τα έξοδα νοσηλείας κατά 100%. Επιπλέον η αναπροσαρμογή σχετίζεται με την αυξομείωση του ποσοστού της νοσηρότητας σε διάφορες κατηγορίες παθήσεων που επιδρούν αντίστοιχα στον αριθμό των ιατρικών πράξεων και των εξετάσεων.
Να σημειώσουμε ότι η αύξηση των ασφαλίστρων δεν επηρεάζεται από το πόσο συχνά κάνει χρήση των παροχών του ασφαλιστηρίου του ο ασφαλισμένος.
Επομένως το ποσοστό αύξησης των ασφαλίστρων είναι πολυπαραγοντικό και δύσκολο να προβλεφθεί.
Καλό είναι λοιπόν να ρωτήσει ο ασφαλισμένος πριν συνάψει ένα συμβόλαιο υγείας για την πολιτική αύξησης των ασφαλίστρων που ακολουθεί η συγκεκριμένη εταιρία. Πολύ πιθανόν όμως να μην πάρει ευθεία απάντηση. Ας ρωτήσει ωστόσο αν υπάρχουν έξτρα προϊόντα και παροχές με μικρό επασφάλιστρο που δεν επιτρέπουν στην εταιρία να αλλάξει προς το χειρότερο τους όρους του συμβολαίου. Εάν λόγου χάρη, αν ο ασφαλισμένος καλύπτεται κατά 100% αν νοσηλευτεί σε νοσοκομεία ευρωπαϊκών χωρών, αυτή η παροχή να μην μειωθεί τον επόμενο χρόνο.