Μπορεί με απόφαση του υπουργείου Υγείας, οι βιολογικοί παράγοντες να μπορούν πλέον να χορηγούνται στους ασθενείς με Ρευματικές Παθήσεις και από τα Κέντρα Υγείας, μειώνοντας την ταλαιπωρία των πασχόντων, ωστόσο δεν καθοριστεί το πλαίσιο για την ασφαλή χορήγηση των συγκεκριμένων φαρμάκων.
Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με έγγραφο που απέστειλε στις 17/1/19 ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Υγείας, Γεώργιος Γιαννόπουλος, προς όλες τις Υγειονομικές Περιφέρειες (ΥΠΕ), ζητά να αποστείλουν άμεσα τα Κέντρα Υγείας στα οποία υπάρχει η δυνατότητα να χορηγούνται ενδοφλεβίως οι βιολογικοί παράγοντες σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση 4778/25.10.18.
Οι βιολογικοί παράγοντες είναι μονοκλωνικά αντισώματα (anti-TNFα, anti-CD20, anti-IL6R κτλ) με ευρεία εφαρμογή στην ογκολογία, αιματολογία, ρευματολογία, δερματολογία, γαστρεντερολογία, νευρολογία και καρδιολογία, πρωτεΐνες σύντηξης (TNF-R διαλυτός υποδοχέας, CTLA-4 Ιg), ανασυνδυασμένες κυτταροκίνες (IL-1aR, ιντερφερόνες και αυξητικοί παράγοντες) και μικρά μόρια μίμησης: θρομβοποιητίνη, ερυθροποιητίνη και αυξητικός παράγοντας των κοκκιοκυττάρων.
Η χορήγηση βιολογικών παραγόντων σε ασθενείς με ρευματικές παθήσεις έχει αποδειχθεί ότι συμβάλλει καθοριστικά στην ανακούφιση από τον πόνο, στην καταστολή της αρθρικής φλεγμονής, τη διατήρηση της λειτουργικότητας των αρθρώσεων και άρα στην βελτίωση της ποιότητας ζωής τους.
Αν και οι Έλληνες πάσχοντες από ρευματικές παθήσεις θεωρούνται «τυχεροί» λόγω της πρόσβασης στην καινοτόμο αυτή κατηγορία φαρμάκων, το γεγονός ότι η χορήγηση (ενδοφλέβια έγχυση) πρέπει να γίνεται σε νοσοκομείο πολλές φορές γίνεται αιτία ταλαιπωρίας για τους ασθενείς, ειδικά αν μένουν σε νησιά ή σε περιοχές απομακρυσμένες από τα αστικά κέντρα.
Η Ελληνική Εταιρεία Αντιρευματικού Αγώνα (ΕΛΕΑΝΑ) με επιστολή της στις 31 Μαρτίου 2017, προς τον υπουργό Υγείας, τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας και τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Υγείας και αργότερα σε συναντήσεις της με την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου, είχε διατυπώσει τη σοβαρότητα του θέματος της έγχυσης φαρμάκων σε χρόνιους ασθενείς και την αναγκαιότητα να γίνονται σε οργανωμένες μονάδες Πρωτοβάθμιας περίθαλψης.
Προσφάτως, λοιπόν, απεστάλη από το υπουργείο Υγείας σχετικό έγγραφο προς τις ΥΠΕ που επιτρέπει τη χορήγηση των βιολογικών παραγόντων σε ρευματοπαθείς και από τα Κέντρα Υγείας. Η πρόεδρος της ΕΛΕΑΝΑ, Αθανασία Παππά, χαιρετίζει την απόφαση αναφέροντας ότι «οι εγχύσεις μπορούν να λαμβάνουν χώρα και σε οργανωμένες μονάδες Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης, όπως τα Κέντρα Υγείας. Τα Κέντρα Υγείας είναι εξοπλισμένα και με εκπαιδευμένο προσωπικό στην αντιμετώπιση του επείγοντος περιστατικού, ενώ πρακτικώς διαχειρίζονται τα χρόνια περιστατικά προκειμένου να περιοριστεί η προσέλευση των χρονίως πασχόντων στα τριτοβάθμια νοσοκομεία».
Αλλά η Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Ασθενών, Γονέων, Κηδεμόνων και Φίλων Παιδιών με Ρευματικά Νοσήματα (ΡευΜΑζήν), με επιστολή που έστειλε προς κ. Γιαννόπουλο, χαιρετίζει μεν την απόφαση για τη χορήγηση βιολογικών παραγόντων στα ανά τη χώρα Κέντρα Υγείας, καθώς έτσι διευκολύνεται η πρόσβαση στη θεραπεία αλλά διατυπώνει και την ανησυχία της σχετικά με την προστασία της υγείας των ασθενών.
Σύμφωνα με την ΡευΜΑζήν, για να διασφαλιστεί η ορθή χορήγηση των βιολογικών παραγόντων στα Κέντρα Υγείας θα πρέπει οι δομές αυτές να πληρούν ορισμένα κριτήρια επάρκειας δεδομένου του ιδιαίτερου χαρακτήρα των βιολογικών παραγόντων, όπως ύπαρξη εκπαιδευμένου προσωπικού –ιατρικού και νοσηλευτικού- αλλά και κατάλληλο εξοπλισμό για τη διαχείριση των πιθανών παρενεργειών.
Συγκεκριμένα, η Ομοσπονδία υποστηρίζει ότι σε συνεργασία με τους Ρευματολόγους θα πρέπει να τεθούν συγκεκριμένες προδιαγραφές στα Κέντρα Υγείας, ώστε και οι Υγειονομικές Περιφέρειες να διευκολυνθούν στην πιστοποίηση των κατάλληλων Κέντρων Υγείας γι’ αυτόν τον σκοπό. «Επιπλέον, είναι απαραίτητο να υπάρχει κατάλληλος εξοπλισμός στα Κέντρα Υγείας, καθώς και εξειδικευμένο και πιστοποιημένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό. Η χορήγηση του βιολογικού παράγοντα θα πρέπει να γίνεται έπειτα από υπογεγραμμένη οδηγία του θεράποντα Ρευματολόγου, στην οποία απαιτείται να αναφέρεται αναλυτικά η διάγνωση, αλλά και στοιχεία από το ιστορικό του ασθενούς», εξηγεί η ΡευΜΑζήν σε σχετική ανακοίνωση.
Οι ασθενείς θεωρούν επίσης σημαντικό ο γιατρός που θα ελέγχει την έγχυση να βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με τον θεράποντα Ρευματολόγο, ειδικά δε σε περιπτώσεις επειγουσών καταστάσεων (π.χ. αλλεργική αντίδραση) όπου θα χρειάζεται η άμεση λήψης απόφασης για τη διακοπή η συνέχιση της έγχυσης.
«Για τους παραπάνω λόγους, το Υπουργείο Υγείας οφείλει να αποσαφηνίσει τις δικλείδες ασφαλείας σχετικά με την αντιμετώπιση των ενδεχομένων κινδύνων και να προβεί στην απερίφραστη εγγύηση τήρησης των απαιτούμενων προϋποθέσεων, ώστε να διασφαλιστεί εμπράκτως η προάσπιση της υγείας και της ασφάλειας των ασθενών», καταλήγει η Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Ασθενών, Γονέων, Κηδεμόνων και Φίλων Παιδιών με Ρευματικά Νοσήματα.