Η γλουταμίνη θα μπορούσε να βοηθήσει τους πάσχοντες από παχυσαρκία να μειώσουν τη λιπώδη μάζα και τη φλεγμονή στο λιπώδη ιστό, σύμφωνα με νέα μελέτη που πραγματοποιήθηκε από τη συνεργασία του Ινστιτούτου Karolinska της Σουηδίας με το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης της Μ. Βρετανίας. Οι ερευνητές έδειξαν, επίσης, ότι τα επίπεδα γλουταμίνης μπορούν να τροποποιήσουν την έκφραση των γονιδίων σε διαφορετικούς κυτταρικούς τύπους, ωστόσο, χρειάζονται ακόμα πολλές έρευνες μέχρι τα συμπληρώματα γλουταμίνης να συστήνονται ως θεραπεία για την παχυσαρκία, όπως αναφέρεται στη σχετική δημοσίευση στο Cell Metabolism.
Η γλουταμίνη αποτελεί ένα αμινοξύ με διάφορες σημαντικές λειτουργίες, όπως η παροχή ενέργειας και η διατήρηση της καλής εντερικής υγείας. Επιπλέον, έχει αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες στα λευκά αιμοσφαίρια και τα T-κύτταρα, που είναι σημαντικά για το ανοσοποιητικό σύστημα.
Στην παρούσα μελέτη, οι ερευνητές εξέτασαν το πώς διέφεραν οι μεταβολικές διαδικασίες στον λιπώδη ιστό που συλλέχθηκε από την κοιλιά 42 παχύσαρκων και 29 μη παχύσαρκων γυναικών. Αναγνώρισαν, λοιπόν, τη γλουταμίνη ως το αμινοξύ που παρουσίαζε τις μεγαλύτερες διαφορές στη σύγκριση των δύο ομάδων.
Οι παχύσαρκοι άνθρωποι έχουν χαμηλότερα επίπεδα γλουταμίνης στον λιπώδη ιστό, τα οποία, μάλιστα, σχετίστηκαν με μεγαλύτερο μέγεθος λιποκυττάρων και υψηλότερο ποσοστό σωματικού λίπους ανεξάρτητα από τον δείκτη μάζας σώματος, σύμφωνα με τη μελέτη.
«Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι η θεραπεία με γλουταμίνη θα μπορούσε να έχει σημαντική αξία ενάντια στην παχυσαρκία και την αντίσταση στην ινσουλίνη. Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι η γλουταμίνη είναι επίσης σημαντική και για τη διάσπαση των κυττάρων και τον μεταβολισμό του καρκίνου, επομένως οι επόμενες έρευνες για τις πιθανές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις θα δείξουν αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διατροφικό συμπλήρωμα κατά της παχυσαρκίας», αναφέρει ο Mikael Rygen, μέλος της συγγραφικής ομάδας.
Η μελέτη έδειξε, επίσης, ότι τα επίπεδα γλουταμίνης επηρέαζαν την έκφραση διάφορων γονιδίων και ότι τα χαμηλά επίπεδα αυτής προκαλούσαν αύξηση στην έκφραση προ-φλεγμονωδών γονιδίων στον λιπώδη ιστό. Η γλουταμίνη χορηγήθηκε σε παχύσαρκα ποντίκια για δύο εβδομάδες, με αποτέλεσμα αυτά να έχουν λιγότερη φλεγμονή στον λιπώδη ιστό. Ακόμη, μειώθηκαν ο δείκτης μάζας σώματος, ο όγκος των λιποκυττάρων και τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα τους.
Σε μια ανάλυση εργαστηριακά καλλιεργημένων ανθρώπινων λιποκυττάρων, η έκφραση των προ-φλεγμονωδών γονιδίων και το λιπιδικό περιεχόμενο εξασθένησαν μετά την επώαση με αυξημένες συγκεντρώσεις γλουταμίνης, με τη μεγαλύτερη επίδραση να παρατηρείται μετά τη θεραπεία με 5-20 Mm γλουταμίνης για 11 ημέρες.
Επιπλέον, οι ερευνητές μελέτησαν λεπτομερώς ό,τι συμβαίνει μέσα στα λιποκύτταρα όταν τροποποιούνται τα επίπεδα γλουταμίνης και βρήκαν ότι η γλουταμίνη επηρεάζει τον μηχανισμό O-GlcNAcylation, ο οποίος ελέγχει τις επιγενετικές αλλαγές, δηλαδή αυτές που προκαλούνται στη γονιδιακή έκφραση από περιβαλλοντικούς και παράγοντες του τρόπου ζωής, παρά από μεταλλάξεις στην υποκείμενη ακολουθία του DNA μας. Αποδείχθηκε, έτσι, ότι οι άνθρωποι με παχυσαρκία είχαν υψηλότερα επίπεδα O-GlcNAcylation στον λιπώδη ιστό τους, ενώ τα κύτταρα των ποντικιών και των ανθρώπων που λάμβαναν θεραπεία με γλουταμίνη είχαν χαμηλότερα επίπεδα O-GlcNAcylation στον κυτταρικό πυρήνα.
«Η μελέτη μας δείχνει ότι γλουταμίνη έχει αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες στον λιπώδη ιστό, αλλάζοντας τη γονιδιακή έκφραση σε διάφορους κυτταρικούς τύπους. Αυτό σημαίνει ότι η έλλειψή της, που μπορεί να οφείλεται σε μακροχρόνια παχυσαρκία, θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιγενετικές αλλαγές που ενισχύουν τη φλεγμονή στο σώμα», καταλήγει ο Δρ. Ryden.