Ο καρκίνος των όρχεων είναι σχετικά σπάνιος, με ποσοστό που αφορά στο 1 – 1,5% όλων των καρκίνων στους άνδρες και στο 5 % των ουρολογικών καρκίνων με 3 έως 10 καινούργια περιστατικά για κάθε 100.000 άνδρες ετησίως στις δυτικές χώρες συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας.
Έχει παρατηρηθεί μια σταθερή αύξηση στην επίπτωσή του τις τελευταίες δεκαετίες στις βιομηχανικές χώρες και κυρίως στους άνδρες της Βόρειας Ευρώπης. Η ηλικία που εμφανίζεται είναι από 15-45 ετών με την αιχμή της επίπτωσης να είναι στη 3η δεκαετία της ζωής για τους μη σεμινωματώδεις όγκους και στη 4η δεκαετία για τους σεμινωματώδεις που είναι οι δύο κύριοι τύποι, ενώ ακόμη σε μικρά ποσοστά υπάρχουν και οι λεγόμενοι μικτοί όγκοι.
Οι πιο συχνοί παράγοντες κινδύνου είναι:
- Ιστορικό κρυψορχίας (δεν έχει κατέβει ο όρχις στο σάκκο, κατά τη γέννηση)
- Σύνδρομο Klinefelter (ένα σπάνιο γενετικό σύνδρομο)
- Οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του όρχεος σε α’ βαθμού συγγενείς
- Παρουσία προηγούμενου όγκου στον άλλο όρχι
- Παρουσία ενδοθηλιακού καρκίνου
- Υπογονιμότητα
Οι περισσότεροι όγκοι των όρχεων προέρχονται από γεννητικά κύτταρα και αποτελούν το 90-95% όλων των περιπτώσεων καρκίνου των όρχεων, σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ενώ η διάγνωσή τους γίνεται συνήθως σε πρώιμα στάδια.
Κατά κανόνα δεν υπάρχουν συμπτώματα αλλά μπορεί με την ψηλάφηση ο ασθενής να πιάσει κάποια σκληρή περιοχή στον όρχι εσωτερικά σαν «σπυράκι» που δεν συμπιέζεται, είναι πάρα πολύ σκληρό και συνήθως με ακανόνιστα όρια. Κάποιες άλλες φορές, πιο σπάνια μπορεί να έχει πόνο πίσω στη μέση ή δύσπνοια, σημάδια που υποδηλώνουν επέκταση της νόσου. Όλα αυτά όμως είναι και συμπτώματα και σε πολλές άλλες απλές παθήσεις και δεν θα πρέπει κάποιος να πανικοβάλλεται.
Θα πρέπει άμεσα να απευθυνθεί στον Ουρολόγο που συνήθως με την κλινική εξέταση θα διαγνώσει τον όγκο. Η διάγνωση συμπληρώνεται με το υπέρηχο όρχεων ενώ συμπληρωματικά δίνονται εξετάσεις αίματος για ανίχνευση καρκινικών δεικτών όπως είναι η α-φετοπρωτείνη, η β-χοριακή γοναδοτροπίνη και LDH (που μπορεί να βρεθούν αυξημένοι) χωρίς να σημαίνει ότι εάν οι δείκτες αυτοί είναι φυσιολογικοί δεν υπάρχει όγκος.
Η διάγνωση τεκμηριώνεται με την χειρουργική αφαίρεση του όρχεως (ορχεκτομή) η οποία θα μας δείξει τι ιστολογικός τύπος είναι τα κακοήθη κύτταρα όπως επίσης και την τοπική επέκταση (στάδιο pT). Από την ιστολογική εξέταση θα εξαρτηθεί η περαιτέρω θεραπεία. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπως όταν υπάρχει π.χ. μόνον ένας όρχις μπορεί να αποφασισθεί να γίνει μόνο βιοψία και σε δεύτερο χρόνο ορχεκτομή ή προσπάθεια αφαίρεσης μόνο του όγκου πράγμα που σημαίνει στη τελευταία περίπτωση ότι υπάρχουν σημαντικές πιθανότητες υποτροπής. Σε απειλητικές για τη ζωή καταστάσεις λόγω εκτεταμένων μεταστάσεων, η χημειοθεραπεία πρέπει να ξεκινά πριν την ορχεκτομή.