Οι άνθρωποι που δυσκολεύονται να αποκοιμηθούν ή έχουν διακοπτόμενο ύπνο ενδέχεται να κινδυνεύουν περισσότερο από καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό επεισόδιο συγκριτικά με άτομα που δεν αντιμετωπίζουν διαταραχές ύπνου σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Neurology.
Οι ερευνητές παρακολούθησαν 487.200 άτομα στην Κίνα για περίπου μια δεκαετία. Κατά την έναρξη της μελέτης οι συμμετέχοντες ήταν κατά μέσο όρο 51 ετών, ενώ κανένας από αυτούς δεν είχε ιστορικό εμφράγματος ή εγκεφαλικού επεισοδίου.
Μετά από το χρόνο παρακολούθησης υπήρξαν 130.032 περιστατικά εμφράγματος, εγκεφαλικού επεισοδίου και άλλων παρόμοιων παθήσεων.
Συνολικά, οι άνθρωποι που είχαν τρία συμπτώματα προβλημάτων στον ύπνο – αϋπνία, διακοπτόμενο ύπνο ή αφύπνιση πολύ νωρίς το πρωί, και πρόβλημα συγκέντρωσης μέσα στη μέρα λόγω της έλλειψης ύπνου – ήταν 18% πιο πιθανό να έχουν περιστατικά εμφράγματος ή εγκεφαλικού επεισοδίου συγκριτικά με όσους δεν είχαν κάποιο από αυτά τα προβλήματα ύπνου.
«Τα προβλήματα αυτά υποδηλώνουν πως αν μπορούμε να στοχεύσουμε τα άτομα με διαταραχές ύπνου και να αντιμετωπιστούν με συμπεριφορικές θεραπείες, είναι πιθανό ότι θα μπορούσαμε να μειώσουμε τις πιθανότητες εμφράγματος, εγκεφαλικού επεισοδίου και άλλων ασθενειών», δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης, Δρ. Liming Li.
Περίπου το 12% των ανθρώπων αντιμετώπιζαν δυσκολίες στον ύπνο. Το 10% ανέφερε πως ξυπνά πολύ νωρίς, ενώ το 2% είχε πρόβλημα στο να παραμείνει συγκεντρωμένο κατά τη διάρκεια της ημέρας λόγω της έλλειψης ύπνου.
Συγκριτικά με τους συμμετέχοντες χωρίς προβλήματα αϋπνίας, οι άνθρωποι με διαταραχές ύπνου ήταν μεγαλύτερης ηλικίας, συχνότερα γυναίκες, άγαμοι και από αγροτικές περιοχές. Επίσης, τα άτομα με συμπτώματα αϋπνίας ήταν χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου και εισοδήματος, ενώ ήταν πιο πιθανό να έχουν ιστορικό σακχαρώδους διαβήτη ή διαταραχές της διάθεσης όπως το άγχος ή η κατάθλιψη.
Οι άνθρωποι που αντιμετώπιζαν πρόβλημα αϋπνίας ή διακοπτόμενου ύπνου είχαν 9% περισσότερες πιθανότητες να υποστούν έμφραγμα ή εγκεφαλικό επεισόδιο, συγκριτικά με τα άτομα που δεν αντιμετώπιζαν αυτό το πρόβλημα.
Για τους ανθρώπους που ξυπνούσαν πολύ νωρίς το πρωί, οι πιθανότητες να αντιμετωπίσουν κάποια από τις προαναφερθείσες παθήσεις έφταναν το 7%. Ενώ όταν αντιμετώπιζαν προβλήματα συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια της μέρας λόγω έλλειψης ύπνου, ο κίνδυνος εγκεφαλικού επεισοδίου ή εμφράγματος αυξανόταν κατά 13%.
Ο αυξημένος κίνδυνος εμφράγματος ή εγκεφαλικού επεισοδίου συνέχιζε να υφίσταται ακόμα και όταν οι ερευνητές συνυπολόγισαν άλλους παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις πιθανότητες όπως το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ, ή η ελλιπής φυσική δραστηριότητα.
«Η σχέση μεταξύ των συμπτωμάτων της αϋπνίας και αυτών των υπό μελέτη παθήσεων ήταν ακόμα πιο έντονη στους νεότερους ενήλικες και στους ανθρώπους που δεν είχαν υψηλή αρτηριακή αρτηριακή πίεση κατά την έναρξη της μελέτης. Για το λόγο αυτό οι μελλοντικές μελέτες θα έπρεπε να κοιτάξουν για έγκαιρο εντοπισμό και παρεμβάσεις που θα στοχεύουν αυτές τις ηλικιακές ομάδες», συμπλήρωσε ο Δρ. Li.
Να σημειωθεί ωστόσο ότι η μελέτη αυτή δεν ήταν ένα ελεγχόμενο πείραμα που σχεδιάστηκε για να αποδείξει αν και πώς τα συμπτώματα αϋπνίας προκαλούν εγκεφαλικά επεισόδια ή εμφράγματα. Ένας ακόμα περιορισμός που πρέπει να αναφερθεί είναι πως οι συμμετέχοντες βασίστηκαν στις αναφορές των ίδιων των συμμετεχόντων για τα συμπτώματά τους και τις παθήσεις που εμφάνισαν.