Παρά την εικόνα καθαριότητας που αποπνέουν τα σύγχρονα νοσοκομεία, μια πρόσφατη μελέτη του Πανεπιστημίου της Γιούτα αποκαλύπτει έναν λιγότερο ορατό αλλά δυνητικά θανατηφόρο κίνδυνο: το βακτήριο Clostridioides difficile ή C. diff, το οποίο εξακολουθεί να επιβιώνει και να κυκλοφορεί εντός των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), παρά τα αυστηρά πρωτόκολλα υγιεινής.

Κάθε χρόνο, το C. diff ευθύνεται για σοβαρές γαστρεντερικές λοιμώξεις που οδηγούν σε πάνω από 223.000 νοσηλείες και περίπου 12.800 θανάτους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο JAMA Network Open, καταδεικνύει ότι η παρουσία του βακτηρίου δεν περιορίζεται στους ασθενείς αλλά επεκτείνεται σε επιφάνειες, ιατρικό εξοπλισμό και κυρίως στα χέρια του υγειονομικού προσωπικού.

Η «σιωπηλή» κυκλοφορία του C. diff

Η ερευνητική ομάδα πραγματοποίησε τη μελέτη σε δύο ΜΕΘ της Γιούτα, συλλέγοντας πάνω από 7.000 δείγματα μέσα σε διάστημα 13 εβδομάδων. Αντί να επικεντρωθούν μόνο στους ασθενείς, οι επιστήμονες εστίασαν σε ένα ευρύτερο φάσμα: εξέτασαν περιφερειακούς χώρους, εξοπλισμό και τα χέρια των εργαζομένων. Το αποτέλεσμα; Η ευρεία δειγματοληψία αποκάλυψε 3,6 φορές περισσότερες περιπτώσεις βακτηριακής παρουσίας συγκριτικά με την παραδοσιακή προσέγγιση που εστιάζει αποκλειστικά στους νοσηλευόμενους.

Τα ευρήματα κατέρριψαν την παγιωμένη άποψη ότι οι περισσότερες λοιμώξεις προκύπτουν από το εντερικό μικροβίωμα των ίδιων των ασθενών. Αντιθέτως, φάνηκε πως το νοσοκομειακό περιβάλλον λειτουργεί ως σημαντικός φορέας μετάδοσης – με το βακτήριο να επιβιώνει και να μετακινείται μέσω μολυσμένων επιφανειών και χεριών προσωπικού.

Μόνο το 9% των κρουσμάτων C. diff παρουσίασε σαφή σύνδεση με τον προηγούμενο ένοικο του ίδιου θαλάμου. Αντιθέτως, τα δύο τρίτα των περιπτώσεων σχετίστηκαν γενετικά με βακτήρια που εντοπίστηκαν σε εντελώς διαφορετικές διαμονές, ακόμα και χωρίς χρονική επικάλυψη. Δηλαδή, το βακτήριο παρέμεινε ενεργό σε επιφάνειες ή στα χέρια προσωπικού αρκετές ημέρες ή εβδομάδες, επιτρέποντας τη μετάδοση σε νέους ασθενείς.

Κατά τη διάρκεια της μελέτης, μόνο δύο ασθενείς διαγνώστηκαν επισήμως με λοίμωξη από C. diff, παρά τη σαφή παρουσία του μικροοργανισμού στο περιβάλλον. Αυτό υποδηλώνει ότι η μετάδοση του βακτηρίου συχνά γίνεται αθόρυβα, χωρίς άμεσα κλινικά σημάδια, κάτι που δυσκολεύει τον έγκαιρο εντοπισμό και την πρόληψη.

Η ποικιλομορφία των στελεχών του C. diff 

Οι ερευνητές εντόπισαν 11 διαφορετικούς γενετικούς τύπους C. diff, με κάθε νοσοκομείο να «φιλοξενεί» τουλάχιστον επτά παραλλαγές. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το ίδιο άτομο παρουσίασε πολλαπλούς τύπους του βακτηρίου κατά τη διάρκεια μιας μόνο νοσηλείας, γεγονός που υποδηλώνει επαναλαμβανόμενη ή πολυεστιακή έκθεση. Αν και πολλά από τα στελέχη δεν ήταν απαραίτητα παθογόνα, διέθεταν τους ίδιους ανθεκτικούς σπόρους με εκείνα που προκαλούν λοιμώξεις, και επομένως ακολουθούσαν παρόμοια μονοπάτια μετάδοσης.

Ωστόσο, οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι ο έλεγχος των λοιμώξεων δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά στη διαχείριση των ασθενών. Οι συνηθισμένες πρακτικές απολύμανσης – όπως η χρήση αλκοολούχων αντισηπτικών για τα χέρια – αποδεικνύονται αναποτελεσματικές έναντι των σπόρων του C. diff. Επιπλέον, η σποραδική συλλογή δειγμάτων από ασθενείς, περιορίζει την ακριβή χαρτογράφηση του πότε και πώς απέκτησαν το βακτήριο.

Οι ερευνητές τονίζουν ότι είναι επιτακτική ανάγκη να ενισχυθεί η υγιεινή των χεριών και ο καθαρισμός των επιφανειών, ανεξαρτήτως ύπαρξης γνωστών κρουσμάτων. Η κατανόηση των «αθόρυβων» διαδρομών μέσω των οποίων διασπείρονται τα βακτήρια εντός των νοσοκομείων μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια, προλαμβάνοντας χιλιάδες περιπτώσεις ασθενειών και αποτρέποντας θανάτους κάθε χρόνο.

Διαβάστε επίσης

Δυσκοιλιότητα: Μήπως αρκεί να αλλάξετε πλευρό στον ύπνο για να «πάρει μπρος» το έντερο;

Γαστρεντερίτιδα: Οι τροφές που μειώνουν διάρροια και εμετό – Τα ροφήματα που δεν βοηθούν

Πέψη: Ένας γαστρεντερολόγος μας συστήνει τις 4 απαραίτητες βιταμίνες για την υγεία του εντέρου