Πώς σχετίζεται η πυκνότητα του μαστού με τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου; Μια νέα μελέτη αναδεικνύει εκ νέου την καθοριστική αυτή σχέση, φέρνοντας στο επίκεντρο του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του μαστού, αλλά και μη έγκαιρου εντοπισμού του τις γυναίκες με πυκνούς μαστούς.
Η πυκνότητα του μαστού, η οποία προσδιορίζει την ποσότητα του λιπώδους έναντι του αδενικού ιστού στο μαστό, συνδέεται εδώ και καιρό με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του μαστού. Η μελέτη που δημοσιεύεται στο American Journal of Epidemiology ανέλυσε τα δεδομένα περισσότερων από 33.000 γυναικών που συμμετείχαν στην κοινοπραξία «Breast Cancer Surveillance Consortium 2000 – 2018» για τον καρκίνο του μαστού. Η μελέτη, έδειξε ότι οι γυναίκες με πυκνούς μαστούς αντιμετώπιζαν 1,8 φορές περισσότερες πιθανότητες να διαγνωστούν με καρκίνο του μαστού σε σύγκριση με τις γυναίκες που έχουν λιγότερο πυκνούς μαστούς. Ακόμη και όταν συνυπολογίστηκαν οι διαφορές στην ευαισθησία της μαστογραφίας, ο σχετικός κίνδυνος παρέμεινε αυξημένος κατά 1,7 φορές.
Σύμφωνα, μάλιστα, με την δρ. Jane Lange, επικεφαλής συγγραφέα της μελέτης, από το Κέντρο Προηγμένης Έρευνας για την Έγκαιρη Ανίχνευση Καρκίνου του Πανεπιστημίου του Όρεγκον, ο πυκνός ιστός των μαστών θέτει διπλή πρόκληση: Όχι μόνο αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου, αλλά καθιστά επίσης δυσκολότερο τον εντοπισμό των καρκινικών όγκων στις μαστογραφίες ρουτίνας. «Οι μαστογραφίες είναι λιγότερο ευαίσθητες στις γυναίκες με πυκνούς μαστούς», δήλωσε η δρ. Lange. «Αυτό σημαίνει ότι οι όγκοι μπορεί να «διαφύγουν», οδηγώντας σε καθυστερημένη ανίχνευση. Για να αυξήσουν τις πιθανότητες εντοπισμού τυχόν καρκινικών όγκων, οι ειδικοί συμβουλεύουν συχνά τις γυναίκες με πυκνούς μαστούς να κάνουν πιο συχνά εξετάσεις», πρόσθεσε.
Η μελέτη διαπίστωσε, ειδικότερα, ότι η ευαισθησία της ψηφιακής μαστογραφίας μειώνεται στο 73% για τις γυναίκες με εξαιρετικά πυκνούς μαστούς, σε σύγκριση με το 93% για τις γυναίκες λιγότερο πυκνούς μαστούς. Η μειωμένη αυτή ευαισθησία της μαστογραφίας στους πυκνούς μαστούς είναι πιθανό να οδηγήσει σε ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα. Αυτό το ζήτημα, γνωστό ως «συγκάλυψη», μπορεί να καθυστερήσει σημαντικά τη διάγνωση του καρκίνου.
Για να αντιμετωπιστούν αυτά τα ζητήματα στην έρευνα, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μια νέα προσέγγιση στατιστικής μοντελοποίησης, διαχωρίζοντας τον πραγματικό κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου από την πιθανότητα ανίχνευσης. Τα ευρήματά τους έρχονται σε συμφωνία με τους πρόσφατα επικαιροποιημένους κανονισμούς των ΗΠΑ, που απαιτούν από τα κέντρα μαστογραφίας να ενημερώνουν τις ασθενείς σχετικά με την πυκνότητα των μαστών τους και τις επιπτώσεις της στον κίνδυνο καρκίνου. Ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων επέβαλε, συγκεκριμένα, ότι από τον Σεπτέμβριο του 2024 όλες οι γυναίκες που υποβάλλονται σε μαστογραφία πρέπει να ενημερώνονται για το εάν έχουν πυκνούς μαστούς, καθώς και για τους πιθανούς κινδύνους.
Η δρ. Lange τόνισε τη σημασία της σωστής ενημέρωσης των γυναικών, ώστε όσες κινδυνεύουν περισσότερο να μπορούν να συζητήσουν με τους γιατρούς τους τις πρόσθετες επιλογές ελέγχου, όπως η μαγνητική τομογραφία και ο υπέρηχος. «Δεν κάνουμε συγκεκριμένες συστάσεις, επιβεβαιώνουμε απλώς ότι η πυκνότητα του μαστού συνδέεται άμεσα με τη διάγνωση και την εμφάνιση καρκίνου του μαστού», κατέληξε.
Διαβάστε επίσης
Διαγνώστηκε στα 31 με καρκίνο μαστού, παρά την «καθαρή» μαστογραφία – 4 συμπτώματα που δεν έπρεπε να αγνοήσει
Τριπλά αρνητικός καρκίνος του μαστού: To θεραπευτικό σχήμα που βελτιώνει την επιβίωση