Η αύξηση του κόστους υγειονομικής περίθαλψης αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για τους πολίτες που επιθυμούν να έχουν πρόσβαση σε σχετικές υπηρεσίες. Ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων σήμερα αποφεύγει να επισκεφθεί γιατρούς λόγω οικονομικής δυσχέρειας, και ο αριθμός αυτός συνεχώς αυξάνεται. Αυτό το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αλλά αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο. Ο υψηλός πληθωρισμός, η αυξημένη ζήτηση υπηρεσιών υγείας μετά την πανδημία και η γενικότερη οικονομική κρίση συμβάλλουν στην άνοδο του κόστους υγείας, δυσχεραίνοντας την προσβασιμότητα των ασθενών.

Η κατάσταση αυτή έχει επηρεάσει και τον κλάδο της ιδιωτικής ασφάλισης. Οι συνεχείς ανατιμήσεις στα ασφαλιστικά συμβόλαια υγείας καθιστούν δύσκολη τόσο τη διατήρηση των υπαρχόντων προγραμμάτων όσο και την απόκτηση νέων. Πολλοί πολίτες αδυνατούν να καλύψουν τα υψηλά ασφάλιστρα, γεγονός που τους αφήνει χωρίς ασφαλιστική κάλυψη και μειώνει τις εναλλακτικές τους για ποιοτική περίθαλψη.

Οι ειδικοί εισηγούνται την υιοθέτηση πολιτικών που θα μπορούσαν να σταθεροποιήσουν το κόστος των υπηρεσιών υγείας. Μία από τις προτάσεις που κερδίζει έδαφος είναι η δημιουργία ελεγχόμενων τιμοκαταλόγων, οι οποίοι θα αποτρέψουν τη διαρκή ανοδική πορεία των τιμών και θα δώσουν την ευκαιρία σε περισσότερους πολίτες να απολαμβάνουν ποιοτική περίθαλψη. Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί: Σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας DELOITTE, το 47% των παρόχων υγείας παγκοσμίως αναφέρουν ότι η οικονομική δυνατότητα των πολιτών να καλύπτουν ιατρικές δαπάνες έχει επιδεινωθεί από το 2020. Επιπλέον, περίπου 3,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε χώρες όπου οι δαπάνες για την εξυπηρέτηση χρέους υπερβαίνουν εκείνες για την υγειονομική περίθαλψη ή την εκπαίδευση.

Οι αναλυτές τονίζουν πως, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η αύξηση του κόστους και να βελτιωθεί η προσβασιμότητα στις υπηρεσίες υγείας, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αναζητήσουν καινοτόμες λύσεις. Η αξιοποίηση της τεχνολογίας, όπως η τηλεϊατρική, τα ψηφιακά αρχεία ασθενών και οι αυτοματοποιημένες διαγνώσεις, μπορεί να συμβάλει στη μείωση των δαπανών και στη βελτίωση της ποιότητας της περίθαλψης. Επιπλέον, η ενίσχυση των δημόσιων συστημάτων υγείας μέσω καλύτερης χρηματοδότησης και αποδοτικότερης διαχείρισης των πόρων μπορεί να αποτελέσει λύση στο πρόβλημα.

Το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης ανά πολίτη έχει αυξηθεί παγκοσμίως μετά το 2020. Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στην κορυφή των δαπανών, με περισσότερα από 12.500 δολάρια ΗΠΑ να αναλογούν ανά κάτοικο. Η χώρα αυτή δαπανά περίπου το 17% του ΑΕΠ της για την υγεία, ποσοστό κατά πολύ υψηλότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Συγκριτικά, ευρωπαϊκές χώρες όπως το Βέλγιο, η Δανία και η Φινλανδία διαθέτουν μόλις το 2% του ΑΕΠ τους στην υγειονομική περίθαλψη, γεγονός που υπογραμμίζει τη διαφορετική προσέγγιση στη διαχείριση των πόρων.

Στην Ελλάδα, οι συνθήκες είναι οριακές. Το δημόσιο σύστημα υγείας προσφέρει ακόμα υψηλές δωρεάν παροχές, ωστόσο η ιδιωτική ασφάλιση δεν είναι τόσο διαδεδομένη όσο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι Έλληνες πολίτες δεν εμπιστεύονται σε μεγάλο βαθμό τα ασφαλιστικά προγράμματα και ξοδεύουν λιγότερα χρήματα σε αυτά, σε αντίθεση με χώρες όπου η ιδιωτική ασφάλιση αποτελεί βασικό μέσο πρόσβασης στην περίθαλψη. Παρά τις προκλήσεις, η βελτίωση του συνδυασμού δημόσιας και ιδιωτικής υγειονομικής κάλυψης, καθώς και η ενσωμάτωση τεχνολογικών καινοτομιών, μπορούν να συμβάλουν στη σταθεροποίηση του κόστους και στη διατήρηση ενός προσβάσιμου και ποιοτικού συστήματος υγείας για όλους τους πολίτες.

Διαβάστε επίσης

Ασφαλιστήρια: Μέτρα για να συγκρατηθούν οι αυξήσεις στα συμβόλαια Υγείας

Ασφάλιση υγείας: Πώς επιλέγουμε το κατάλληλο πρόγραμμα – Τι καθορίζει το ύψος των ασφαλίστρων

Επείγον περιστατικό: Πώς το καλύπτει η ιδιωτική ασφάλιση υγείας