O δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) και η περίμετρος της μέση αποτελούν δύο από τους δείκτες που μπορούν μέχρι στιγμής να προβλέψουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου για όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως. Ωστόσο, σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία, που δημοσιεύτηκαν στο European Heart Journal, το λίπος στους μύες θα πρέπει να παρακολουθείται εξίσου.
Πιο συγκεκριμένα, όσοι διατηρούν θύλακες λίπους κρυμμένους μέσα στους μύες τους διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο θανάτου ή νοσηλείας λόγω καρδιακής προσβολής ή καρδιακής ανεπάρκειας, ανεξάρτητα από το βάρος. Πρόκειται για την πρώτη μελέτη που διερευνά διεξοδικά τις επιδράσεις των λιπαρών μυών στις καρδιακές παθήσεις.
«Η παχυσαρκία αποτελεί σήμερα μια από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες απειλές για την καρδιαγγειακή υγεία, ωστόσο ο δείκτης μάζας σώματος -η κύρια μέτρηση για τον ορισμό της παχυσαρκίας και τα όρια παρέμβασης- παραμένει ένας αμφιλεγόμενος και λανθασμένος δείκτης καρδιαγγειακής πρόγνωσης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις γυναίκες, όπου ο υψηλός δείκτης μάζας σώματος μπορεί να αντανακλά πιο “καλοήθεις” τύπους λίπους. Το ενδομυϊκό λίπος ανιχνεύεται στους περισσότερους μύες του σώματος, αλλά η ποσότητα του λίπους μπορεί να ποικίλλει ευρέως μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων. Στην έρευνά μας, αναλύουμε τους μυς και τους διαφορετικούς τύπους λίπους για να κατανοήσουμε πώς η σύνθεση του σώματος μπορεί να επηρεάσει τα μικρά αιμοφόρα αγγεία, καθώς και τον μελλοντικό κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας, καρδιακής προσβολής και θανάτου» εξηγεί η επικεφαλής της μελέτης, Δρ. Viviany Taqueti, διευθύντρια του Εργαστηρίου Καρδιακής Καταπόνησης στο Νοσοκομείο Brigham and Women’s Hospital και διδάσκουσα στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ στη Βοστώνη.
Πόσο επικίνδυνο είναι το λίπος στους μυς
Στη μελέτη τους, οι ερευνητές συμπεριέλαβαν 669 άτομα που αξιολογήθηκαν στο Νοσοκομείο Brigham and Women’s για πόνο στο στήθος ή/και δύσπνοια και, μετά από έλεγχο, διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν ενδείξεις αποφρακτικής στεφανιαίας νόσου (όταν οι αρτηρίες που τροφοδοτούν την καρδιά φράζουν επικίνδυνα). Οι ασθενείς αυτοί είχαν μέση ηλικία τα 63 έτη, ήταν στην πλειονότητά τους γυναίκες (70%) και σχεδόν οι μισοί (46%) μη λευκοί.
Όλοι οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε εξετάσεις με τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων/αξονική τομογραφία καρδιάς (PET/CT) για να εκτιμηθεί η λειτουργία της καρδιάς. Επίσης, αξιοποίησαν τις αξονικές τομογραφίες για να αναλύσουν τη σύσταση του σώματος κάθε ασθενούς, μετρώντας τις ποσότητες και τη θέση του λίπους και των μυών σε ένα τμήμα του κορμού τους. Για να μετρήσουν αντίστοιχα το λίπος που αποθηκεύεται στους μυς, οι ερευνητές υπολόγισαν την αναλογία του λίπους μέσα στους μύες προς το σύνολο μυών και λίπους, μια μέτρηση που ονόμασαν «λιπώδες μυϊκό κλάσμα».
Συνολικά, οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν για περίπου έξι χρόνια, με τους ερευνητές να καταγράφουν τα περιστατικά νοσηλείας ή θανάτου από καρδιακή προσβολή ή καρδιακή ανεπάρκεια. Όπως διαπίστωσαν, τα άτομα με υψηλότερες ποσότητες λίπους αποθηκευμένου στους μύες τους είχαν περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν βλάβη στα μικροσκοπικά αιμοφόρα αγγεία που εξυπηρετούν την καρδιά – είχαν δηλαδή στεφανιαία μικροαγγειακή δυσλειτουργία- και περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν ή να νοσηλευτούν για καρδιακή νόσο.
Ειδικότερα, για κάθε αύξηση 1% του κλάσματος των λιπαρών μυών, υπήρχε 2% αύξηση του κινδύνου εμφάνισης στεφανιαίας μικροαγγειακής δυσλειτουργίας και 7% αυξημένος κίνδυνος μελλοντικής σοβαρής καρδιακής νόσου, ανεξάρτητα από άλλους γνωστούς παράγοντες κινδύνου και το δείκτη μάζας σώματος. Επιπλέον, τα άτομα με υψηλά επίπεδα ενδομυϊκού λίπους και ενδείξεις στεφανιαίας μικροαγγειακής δυσλειτουργίας διέτρεχαν ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο θανάτου, καρδιακής προσβολής και καρδιακής ανεπάρκειας. Αντίθετα, όσοι είχαν περισσότερη άλιπη μυϊκή μάζα διέτρεχαν χαμηλότερο κίνδυνο, ενώ το υποδόριο λίπος δεν αύξανε τον κίνδυνο.
«Σε σύγκριση με το υποδόριο λίπος, το λίπος που είναι αποθηκευμένο στους μύες μπορεί να συμβάλλει στη φλεγμονή και στον αλλοιωμένο μεταβολισμό της γλυκόζης, οδηγώντας σε αντίσταση στην ινσουλίνη και μεταβολικό σύνδρομο. Με τη σειρά τους, αυτές οι χρόνιες καταστάσεις θα μπορούσαν να προκαλέσουν βλάβες στα αιμοφόρα αγγεία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που τροφοδοτούν την καρδιά, και στον ίδιο τον καρδιακό μυ» εξηγεί η Δρ. Taqueti.
Επειδή ακόμα δεν είναι πλήρως κατανοητό πώς θα μπορούσε να μειωθεί το συγκεκριμένο είδος λίπους, η καθηγήτρια και η επιστημονική της ομάδα αξιολογούν τις επιπτώσεις των στρατηγικών θεραπείας, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης, της διατροφής, των φαρμάκων απώλειας βάρους ή της χειρουργικής επέμβασης, στη σύνθεση του σώματος και στη μεταβολική καρδιοπάθεια.
Παιδική παχυσαρκία: Ποια τρόφιμα αφαιρεί από τα σχολικά κυλικεία το Υπουργείο Υγείας
Αναισθησία: Ο σοβαρός κίνδυνος που απειλεί όσους λαμβάνουν φάρμακα παχυσαρκίας
Απώλεια βάρους:1 στους 4 προτιμά τη φαρμακευτική λύση, αλλά χωρίς να συμβουλευτεί γιατρό