Η κεντρική παχυσαρκία, ή αλλιώς σπλαχνική παχυσαρκία, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για πολλές χρόνιες παθήσεις. Ο όρος περιγράφει τη συσσώρευση λίπους στην κοιλιακή χώρα και γύρω από τα σπλάχνα, σε αντίθεση με την υποδόρια αποθήκευση λίπους σε άλλα μέρη του σώματος. Αυτή η μορφή παχυσαρκίας συνδέεται στενά με την ανάπτυξη μεταβολικών, καρδιαγγειακών και άλλων προβλημάτων υγείας.

Το λίπος διακρίνεται σε δύο κύριες κατηγορίες: το υποδόριο και το σπλαχνικό. Το σπλαχνικό λίπος περιβάλλει ζωτικά όργανα, όπως το ήπαρ και το πάγκρεας και έχει ιδιαίτερη βιοχημική δραστηριότητα. Παράγει φλεγμονώδεις κυτοκίνες και ορμόνες, όπως η λεπτίνη, οι οποίες μπορούν να διαταράσουν τη μεταβολική ομοιόσταση του οργανισμού.

Οι αιτίες της κεντρικής παχυσαρκίας είναι πολυπαραγοντικές, περιλαμβάνοντας γενετικούς, ορμονικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Η κακή διατροφή, πλούσια σε επεξεργασμένα τρόφιμα, υδατάνθρακες και κορεσμένα λιπαρά, καθώς και η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας παίζουν καθοριστικό ρόλο. Επίσης, το χρόνιο στρες και η αυξημένη παραγωγή κορτιζόλης ευνοούν τη συσσώρευση λίπους στην κοιλιακή περιοχή.

Η κεντρική παχυσαρκία παρατηρείται σε αυξανόμενα ποσοστά παγκοσμίως. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ, BMI) άνω του 30 kg/m² χαρακτηρίζει την παχυσαρκία. Ωστόσο, ο BMI από μόνος του δεν επαρκεί για την εκτίμηση του σπλαχνικού λίπους. Σημαντικός δείκτης για την κεντρική παχυσαρκία είναι η περίμετρος της μέσης, με τα παρακάτω όρια:

• άνδρες: > 102 cm

• γυναίκες: > 88 cm

Η κεντρική παχυσαρκία σχετίζεται στενά με το μεταβολικό σύνδρομο, μία ομάδα παθήσεων που περιλαμβάνει υπέρταση, υπεργλυκαιμία, δυσλιπιδαιμία και αυξημένη περίμετρο μέσης. Επίσης, αυξάνει τον κίνδυνο για:

καρδιαγγειακές παθήσεις: Η αυξημένη εναπόθεση λίπους στο ήπαρ και οι φλεγμονώδεις διεργασίες συντελούν σε αθηροσκλήρωση των αγγείων και στένωσή τους.
σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2: Η ινσουλινοαντίσταση που προκαλείται από το σπλαχνικό λίπος αποτελεί βασικό παθολογικό μηχανισμό για την εμφάνιση διαβήτη.
καρκίνο: Υπάρχουν ενδείξεις ότι η κεντρική παχυσαρκία συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο για ορισμένες μορφές καρκίνου, όπως του παχέος εντέρου και του μαστού.
άνοια: Οι φλεγμονώδεις παράγοντες ενδέχεται να επηρεάζουν τη λειτουργία του εγκεφάλου.

Η πρόληψη της κεντρικής παχυσαρκίας απαιτεί πολυδιάστατη προσέγγιση:

1. διατροφή: Μείωση της κατανάλωσης ζάχαρης, γλυκών, κορεσμένων λιπαρών, αλκοόλ και επεξεργασμένων τροφίμων.
2. άσκηση: Καθημερινή φυσική δραστηριότητα, ιδανικά γρήγορο περπάτημα 30 λεπτά περπάτημα την ημέρα.
3. διαχείριση στρες: Εφαρμογή τεχνικών χαλάρωσης για τη μείωση των επιπέδων κορτιζόλης.
4. τακτικός έλεγχος: Παρακολούθηση του σωματικού βάρους, του BMI και της περιμέτρου μέσης για πρώιμη ανίχνευση.

Στις μέρες μας υπάρχουν βέβαια και ποικίλες θεραπευτικές φαρμακευτικές επιλογές για την αντιμετώπιση της κεντρικής παχυσαρκίας, όπως λιραγλουτίδη, σεμαγλουτίδη και τιρζεπατίδη. Τα φάρμακα αυτά πρέπει φυσικά να δίδονται με τη συμβουλή και παρακολούθηση Ενδοκρινολόγου ή άλλου ειδικού ιατρού.

Διαβάστε επίσης:

Σεμαγλουτίδη: Αποτελεί νέο όπλο στη μάχη κατά της φλεγμονής

Αναισθησία: Ο σοβαρός κίνδυνος που απειλεί όσους λαμβάνουν φάρμακα παχυσαρκίας

Παίρνετε σεμαγλουτίδη; Οι απαραίτητες αλλαγές που πρέπει να κάνετε στη διατροφή σας