Όσο οι λοιμώξεις γίνονται ολοένα και πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν, τα συστήματα υγείας παγκοσμίως έρχονται αντιμέτωπα με αυξανόμενα ποσοστά θανάτων από ανθεκτικά μικρόβια. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει προειδοποιήσει ότι, εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, η αντοχή στα αντιβιοτικά θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια εποχή όπου θα σημειώνονται θάνατοι από τις πιο κοινές λοιμώξεις.

Μια νέα μελέτη από το Ινστιτούτο Λοιμώξεων και Ανοσίας Peter Doherty, στην οποία συμμετείχαν ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης και το νοσοκομείο Austin Health, αποκαλύπτει πως ένα κοινό αντιβιοτικό που χορηγείται σε ασθενείς με ηπατική νόσο μπορεί να συμβάλλει στην εξάπλωση ενός επικίνδυνου και ανθεκτικού στα αντιβιοτικά υπερμικροβίου. Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Nature, εστιάζει στη ριφαξιμίνη, ένα αντιβιοτικο που μέχρι σήμερα θεωρούνταν «χαμηλού κινδύνου» για την ανάπτυξη ανθεκτικότητας.

Ωστόσο, τα νέα δεδομένα δείχνουν ότι η χρήση της συνδέεται με την ανθεκτικότητα του υπερμικροβίου Enterococcus faecium (VRE) στη δαπτομυκίνη, ένα από τα τελευταία αποτελεσματικά αντιβιοτικά για λοιμώξεις από το συγκεκριμένο μικρόβιο.

Ο εντερόκοκκος ανθεκτικός στη βανκομυκίνη (Vancomycin-resistant Enterococcus ή VRE) είναι ένα μικρόβιο το οποίο απαντάται  συχνά σε νοσοκομεία και προκαλεί σοβαρές λοιμώξεις, ιδίως σε ασθενείς με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα. Καθώς τα αντιβιοτικά για το VRE έχουν περιοριστεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, η χρήση της δαπτομυκίνης θεωρείται πλέον μια από τις τελευταίες διαθέσιμες λύσεις. Σύμφωνα με την έρευνα του Ινστιτούτου Doherty, η ριφαξιμίνη μπορεί να οδηγεί σε ανθεκτικότητα του VRE και στη δαπτομυκίνη, επιδεινώνοντας την ήδη αυξημένη δυσκολία στη θεραπεία των λοιμώξεων αυτών.

Η οκταετής μελέτη, που αξιοποίησε σύγχρονες τεχνολογίες γενωμικής για την ανάλυση της ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά, έδειξε πως η ριφαξιμίνη προκαλεί συγκεκριμένες γενετικές μεταλλάξεις στο VRE, που ενεργοποιούν έναν άγνωστο έως τώρα γονιδιακό μηχανισμό ανθεκτικότητας.

Όπως δήλωσε η Δρ. Adrianna Turner, η πρώτη συγγραφέας της μελέτης, η ριφαξιμίνη επηρεάζει ένα ένζυμο που ονομάζεται RNA Πολυμεράση, το οποίο με τη σειρά του ενεργοποιεί μια ομάδα γονιδίων, γνωστή ως prdRAB, που τροποποιεί την κυτταρική μεμβράνη του VRE και ενισχύει την ανθεκτικότητά του στη δαπτομυκίνη. «Όταν τα βακτήρια γίνονται ανθεκτικά σε ένα αντιβιοτικό, είναι σαν να αποκτούν μια νέα ικανότητα», εξηγεί η Δρ. Turner. «Με την έκθεση στη ριφαξιμίνη, το VRE δεν αποκτά μόνο μία ανθεκτικότητα, αλλά πολλαπλές, επιτρέποντάς του να αντεπεξέλθει και σε ισχυρότερα αντιβιοτικά όπως η δαπτομυκίνη».

Η μελέτη έδειξε επίσης ότι οι αλλαγές αυτές στο DNA του VRE, οι οποίες προκλήθηκαν από τη χρήση της ριφαξιμίνης, δεν υπήρχαν σε στελέχη του μικροβίου που παρέμεναν ευαίσθητα στη δαπτομυκίνη, υποδηλώνοντας μια σαφή σύνδεση μεταξύ του αντιβιοτικού και της ανθεκτικότητας.

Τα ευρήματα της μελέτης τονίζουν την ανάγκη για υπεύθυνη και προσεκτική χρήση των αντιβιοτικών στην κλινική πράξη, ειδικά των «χαμηλού κινδύνου» όπως η ριφαξιμίνη. Ο Δρ. Glen Carter, ανώτερος ερευνητής στο Ινστιτούτο Doherty και συγγραφέας της μελέτης, εξήγησε πως η ριφαξιμίνη μέχρι σήμερα θεωρούνταν ασφαλής ως προς την ανθεκτικότητα, αλλά τα νέα δεδομένα ανατρέπουν αυτή την αντίληψη. «Αποδείξαμε ότι η ριφαξιμίνη κάνει το VRE ανθεκτικό στη δαπτομυκίνη με έναν τρόπο που δεν έχει παρατηρηθεί στο παρελθόν» σημειώνει ο Δρ. Carter, τονίζοντας την ανάγκη για μεγαλύτερη κατανόηση των αρνητικών συνεπειών από τη χρήση αντιβιοτικών στην υγεία.

Ο Καθηγητής Δρ. Jason Kwong, επικεφαλής των κλινικών ερευνών της μελέτης, αναφέρει ότι τα αποτελέσματα έχουν δύο βασικές επιπτώσεις: πρώτον, οι γιατροί πρέπει να είναι προσεκτικοί όταν χορηγούν δαπτομυκίνη σε ασθενείς που έχουν λάβει ριφαξιμίνη, καθώς η αποτελεσματικότητά της μπορεί να έχει μειωθεί. Δεύτερον, η έρευνα αναδεικνύει τη σημασία να αξιολογούνται οι «διασταυρούμενες» επιδράσεις των φαρμάκων, όπως οι επιπτώσεις ενός αντιβιοτικού σε άλλα αντιβιοτικά, έστω και αν αυτά δρουν με διαφορετικό τρόπο.

Η Δρ. Claire Gorrie, μια από τους συγγραφείς της μελέτης, τονίζει τη συμβολή των προηγμένων τεχνολογιών στη διερεύνηση της ανθεκτικότητας. «Τα ευρήματά μας αποδεικνύουν πως οι νέες τεχνολογίες και η διεπιστημονική συνεργασία μπορούν να αποκαλύψουν ακριβώς πώς και γιατί τα βακτήρια αναπτύσσουν ανθεκτικότητα σε αντιβιοτικά που δεν έχουν προηγουμένως συναντήσει» εξηγεί η Δρ. Gorrie.

Τα ευρήματα συμπίπτουν με τις δεσμεύσεις που ανέλαβε πρόσφατα ο ΟΗΕ για την καταπολέμηση της ανθεκτικότητας στα μικρόβια, με στόχο τη μείωση των περίπου 4,95 εκατομμυρίων θανάτων που αποδίδονται στην ανθεκτικότητα αυτή μέχρι το 2030.

Ο Διευθυντής του Μικροβιολογικού Διαγνωστικού Εργαστηρίου Δημόσιας Υγείας στο Ινστιτούτο Doherty, Καθηγητής Benjamin Howden, συνοψίζει τη σημασία των ευρημάτων, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για σωστή παρακολούθηση και υπεύθυνη χρήση αντιβιοτικών. «Τα αποτελέσματα αναδεικνύουν την ανάγκη για αποτελεσματική γενωμική παρακολούθηση ώστε να ανιχνεύεται η αναδυόμενη ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά» δήλωσε, προσθέτοντας ότι πρέπει να διασφαλιστεί η χρήση των τελευταίων αντιβιοτικών μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο.

Διαβάστε επίσης:

Απίστευτο: Ανθεκτικά μικρόβια μέχρι και στο ταβάνι τουαλέτας σε νοσοκομεία

Λοιμώξεις – ΕΣΥ: Τα 10 νοσοκομεία που μείωσαν τα ανθεκτικά μικρόβια

Ανθεκτικά μικρόβια: Γιατί κινδυνεύουμε όλοι – Ο ρόλος των αντιβιοτικών