Ο όρος Ενιαία Υγεία εισήχθη για πρώτη φορά το 1947 όταν ο Δρ James Steele, ιδρυτής του τμήματος κτηνιατρικής δημόσιας υγείας στο Κέντρο Ελέγχου Νοσημάτων (CDC) των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (ΗΠΑ) συνέδεσε την ανθρώπινη υγεία και την υγεία των ζώων με τον όρο “One Health”. Το 2003 ο ιός της γρίπης των πτηνών κινητοποίησε κυβερνήσεις και διεθνείς φορείς Δημόσιας Υγείας να συνεργαστούν, ενώ το 2008 o όρος απόκτησε οντότητα, θεσμοθετήθηκε και εντάχθηκε στην πολιτική υγείας των ΗΠΑ. Έκτοτε χρησιμοποιείται ευρέως ως όρος και στην Ευρώπη για την περιγραφή της λήψης συντονισμένων δράσεων για την προστασία της Δημόσιας Υγείας.
Η Ενιαία Υγεία αποτελεί στρατηγική που βασίζεται στη διεπιστημονική προσέγγιση των θεμάτων υγείας και καλύπτει διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της ιατρικής, της κτηνιατρικής, της περιβαλλοντικής υγείας, της οικολογίας και της δημόσιας διοίκησης.
Οι βασικές επιμέρους στρατηγικές για τη διασφάλιση της διεπιστημονικής προσέγγισης στη δημόσια υγεία είναι η ενίσχυση των συστημάτων επιτήρησης και η ανταλλαγή δεδομένων σε πραγματικό χρόνο, η διατομεακή συνεργασία στην ερμηνεία των συλλεχθέντων δεδομένων και η συντονισμένη λήψη μέτρων πρόληψης και απόκρισης σε περίπτωση συμβάντων δημόσιας υγείας.
Η επίτευξη της Ενιαίας Υγείας
Βασικές προϋποθέσεις για την επίτευξη την Ενιαία Υγεία αποτελούν α) η συμφωνία και καταγραφή των διαδικασιών των φορέων και της ροής πληροφορίας και η υπογραφή σχετικών μνημονίων συνεργασίας, β) η διαθεσιμότητα εργαλείων για την εύκολη και αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών και επικοινωνία φορέων, όπως πλατφόρμες ανταλλαγής δεδομένων, καθώς και γ) η επιστημονική αρτιότητα και η ενίσχυση των διαπροσωπικών σχέσεων και της επικοινωνίας του προσωπικού των φορέων. Οι τακτικές συναντήσεις και η διασφάλιση καναλιών επικοινωνίας, όπως επίσης και η αποφυγή γραφειοκρατικών εμποδίων είναι απαραίτητα συστατικά για την επίτευξη των προγραμμάτων δημόσιας υγείας υπό το πρίσμα των αρχών της ενιαίας υγείας.
Παραδοσιακά οι αρχές αυτές έχουν εφαρμοστεί ευρέως στη διαχείριση και αντιμετώπιση νοσημάτων που μεταδίδονται είτε μέσω της κατανάλωσης μολυσμένων τροφίμων (σαλμονέλλωση, λοίμωξη από καμπυλοβακτηρίδιο, κ.α.), είτε μέσω άμεσης επαφής με ζώα (βρουκέλλωση, πυρετός Q, κ.α.), είτε μέσω διαβιβαστών (νόσος από τον ιό του Δυτικού Νείλου, λεϊσμανίαση κ.α.). Καθώς εκτιμάται ότι το 70-75% των αναδυόμενων και επαναδυόμενων νοσημάτων είναι ζωονόσοι, που εμφανίζονται μέσω της μετάδοσης από τα ζώα στους ανθρώπους, έχει δοθεί έμφαση στην εφαρμογή των αρχών της ενιαίας υγείας στα νοσήματα της κατηγορίας αυτής.
Ένας τομέας με επίσης σημαντική εφαρμογή των αρχών αυτών είναι και η αντιμετώπιση της μικροβιακής αντοχής. Είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι για την αντιμετώπιση του εξαιρετικά σημαντικού αυτού προβλήματος δημόσιας υγείας απαιτείται επιτήρηση και καταγραφή της χρήσης αντιμικροβιακών παραγόντων σε ανθρώπους και ζώα, καθώς και η συνεργασία των περιβαλλοντικών αρχών. Στον τομέα αυτό σημαντική είναι και η συμβολή των εταίρων του ιδιωτικού τομέα, ιδίως στη γεωργία, κτηνοτροφία και φαρμακευτική, για την εξεύρεση καινοτόμων λύσεων και την υπεύθυνη χρήση των αντιβιοτικών και την τήρηση της νομοθεσίας.
Οι παρεμβάσεις των διεθνών Οργανισμών
Παγκόσμιοι φορείς όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO), ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) και ο Παγκόσμιος Οργανισμός για την Υγεία των Ζώων (OIE) συνεργάζονται για τη θέσπιση πρωτοκόλλων, την ανταλλαγή δεδομένων και το συντονισμό της απόκρισης των φορέων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας “Είναι ξεκάθαρο, ότι η Ενιαία Υγεία δεν αφορά μόνο στις ζωονόσους. Δεν είναι δυνατόν να προστατεύσουμε την υγεία των ανθρώπων χωρίς να λάβουμε υπόψη μας την επίδραση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και τις συνέπειές τους στα οικοσυστήματα, την καταπάτηση των βιοτόπων, και τη συνεπακόλουθη κλιματική αλλαγή”.
Ως εκ τούτου, η παρακολούθηση περιβαλλοντικών αλλαγών, όπως η αποψίλωση των δασών, η ρύπανση και οι κλιματικές αλλαγές, βοηθά στην πρόβλεψη των κινδύνων για την υγεία που μπορεί να προκύψουν από οικολογικές ανισορροπίες. Οι επιδράσεις της αύξησης της θερμοκρασίας στην υγεία του πληθυσμού είναι, για παράδειγμα, ένας τομέας που απαιτεί συνεργασία και ανταλλαγή δεδομένων σε τακτικό επίπεδο.
Η συνεργασία και η ενθάρρυνση της έρευνας με σκοπό την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η κλιματική αλλαγή και η απώλεια βιοποικιλότητας επηρεάζουν τη συχνότητα εμφάνισης των νοσημάτων είναι ένας ακόμα τομέας εφαρμογής της Ενιαίας Υγείας.
Ο ρόλος του ΕΟΔΥ
Ο ΕΟΔΥ έχει τακτική συνεργασία και ανταλλαγή δεδομένων με τους λοιπούς φορείς δημόσιας υγείας της χώρας, τα υπουργεία, τα πανεπιστήμια, τις επαγγελματικές ενώσεις και τους ιδιώτες για πληθώρα διαφορετικών θεμάτων υγείας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η τακτική επαφή και επικοινωνία με Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και τον Ενιαίο Φορέα Ελέγχου Τροφίμων για την έγκαιρη αναγνώριση και αντιμετώπιση νοσημάτων όπως η βρουκέλλωση, η γρίπη των πτηνών, η λύσσα, καθώς και οι εξάρσεις τροφιμογενών νοσημάτων. Η διεπιστημονική προσέγγιση των νοσημάτων και ο συντονισμός των δράσεων των επιμέρους φορέων οδηγεί σε επιτυχημένα προγράμματα δημόσιας υγείας.
Συμπερασματικά, η προσέγγιση των δράσεων Δημόσιας Υγείας υπό το πρίσμα της Ενιαίας Υγείας μπορεί: α) να προλάβει επιδημίες ζωονόσων και ζωοανθρωπονόσων, β) να βελτιώσει την ασφάλεια των τροφίμων και του πόσιμου νερού, γ) να συμβάλλει στην μείωση του προβλήματος της μικροβιακής αντοχής, δ) να προστατεύσει την παγκόσμια υγεία και ε) να προστατεύσει την βιοποικιλότητα και το περιβάλλον εν γένει.
*Ο κ. Χρήστος Χατζηχριστοδούλου είναι Καθηγητής Υγιεινής και Επιδημιολογίας, Εργαστήριο Υγιεινής και Επιδημιολογίας του Ιατρικού Τμήματος Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Πρόεδρος ΔΣ Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ).
**Η MSD Ελλάδος υποστηρίζει την πρωτοβουλία του «Πρώτου Θέματος» να αναδείξει τη σημασία της Ενιαίας Υγείας για τη βιωσιμότητα του οικοσυστήματος και τη διασφάλιση της Δημόσιας Υγείας. Η φαρμακευτική εταιρεία δεν έχει καμία ανάμειξη στην επιλογή των αρθρογράφων και στο περιεχόμενο των κειμένων.