Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (ΣΠΩ) αποτελεί τη συχνότερη ενδοκρινολογική διαταραχή στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, με συχνότητα 5% ως 10% ανάλογα με τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται. Η διάγνωση του ΣΠΩ τίθεται αφού αποκλειστούν άλλα ενδοκρινολογικά νοσήματα με παρόμοια κλινική εικόνα, όπως διαταραχές θυρεοειδικής λειτουργίας, υπερπρολακτιναιμία, συγγενής υπερπλασία επινεφριδίων, σύνδρομο Cushing ή όγκοι που εκκρίνουν ανδρογόνα.

Σύμφωνα με τα κριτήρια του NIH, που θεσπίστηκαν το 1990, μια γυναίκα για να διαγνωστεί με ΣΠΩ πρέπει να έχει και

1) αραιομηνόρροια (κύκλους >35 ημερών) και

2) υπερανδρογοναιμία, βιοχημική ή κλινική, που εκφράζεται συνήθως ως υπερτρίχωση ή ακμή.

Σύμφωνα με τα κριτήρια του Rotterdam, που θεσπίστηκαν το 2003, μια γυναίκα για να διαγνωστεί με ΣΠΩ πρέπει να έχει 2 από τα παρακάτω 3 κριτήρια:

1) αραιομηνόρροια,

2) υπερανδρογοναιμία,

3) πολυκυστική μορφολογία ωοθηκών.

Είναι σαφές ότι όλες οι γυναίκες με ΣΠΩ δεν έχουν κύστεις στις ωοθήκες. Από την άλλη, οι κύστεις στις ωοθήκες δεν σημαίνουν απαραίτητα ΣΠΩ.

Το ΣΠΩ είναι ετερογενής διαταραχή χωρίς σαφή αιτιολογία, που επηρεάζεται από γενετικούς, αλλά και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Από μελέτες σε διδύμους φαίνεται ότι η γενετική επίδραση ανέρχεται στο 70%, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό αφορά σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, με κυριότερο την παχυσαρκία και την επαγόμενη αντίσταση στην ινσουλίνη. Στις οικογένειες των ασθενών με ΣΠΩ υπάρχει γενετική επιρρέπεια συνολικά (μητέρες 35%, αδελφές 40%), αλλά και σε μεμονωμένα χαρακτηριστικά, όπως στην υπερανδρογοναιμία, την αντίσταση στην ινσουλίνη και τις συνοδές μεταβολικές διαταραχές.

Ως και 50% των γυναικών με ΣΠΩ είναι παχύσαρκες, με κεντρικού τύπου παχυσαρκία συνήθως. Οι γυναίκες αυτές, εκτός από τις διαταραχές του εμμηνορυσιακού κύκλου και την επακόλουθη υπογονιμότητα, παρουσιάζουν συχνά αντίσταση στην ινσουλίνη. Αντίσταση στην ινσουλίνη παρατηρείται, μάλιστα, ακόμη και σε απουσία παχυσαρκίας. Συγκεκριμένα, ανευρίσκεται σε >50% των παχύσαρκων και σε 20% των νορμοβαρών ασθενών. Μπορεί να έχει γενεσιουργό ρόλο στην υπερανδρογοναιμία και τη χρόνια ανωοθυλακιορρηξία, που οδηγεί σε υπογoνιμότητα.

Οι γυναίκες με ΣΠΩ παρουσιάζουν συχνά και διαταραχές του μεταβολισμού της γλυκόζης. Ο κίνδυνος για σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 είναι αυξημένος σε όλες τις ασθενείς, αλλά είναι μεγαλύτερος στις παχύσαρκες. Επιπρόσθετα, περίπου 70% των ασθενών εμφανίζει δυσλιπιδαιμία, ενώ συχνή είναι και η παρουσία μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος.

Η διαγνωστική προσέγγιση περιλαμβάνει καλή λήψη ιστορικού, με καταγραφή του εμμηνορυσιακού κύκλου (φυσιολογικός κύκλος 21-35 ημέρες) καθώς και της παρουσίας υπερτρίχωσης ή ακμής, ορμονικό έλεγχο που γίνεται κατά την 3η-5η ημέρα του κύκλου (1η είναι η μέρα που η γυναίκα βλέπει αίμα), έλεγχο του μεταβολισμού με εξετάσεις αίματος και υπέρηχο ήπατος, καθώς και υπερηχογράφημα έσω γεννητικών οργάνων για την ανάδειξη κύστεων ωοθηκών.

Η θεραπεία έχει πολλαπλούς στόχους και μπορεί να διαφέρει από γυναίκα σε γυναίκα, αλλά και ακόμη και στην ίδια γυναίκα σε διάφορες φάσεις της ζωής της. Η διατήρηση φυσιολογικού σωματικού βάρους, με ισορροπημένη διατροφή και καθημερινή σωματική δραστηριότητα είναι σημαντική. Για τη ρύθμιση των διαταραχών του κύκλου, αλλά και της υγείας του δέρματος συχνά χρησιμοποιείται αγωγή με αντισυλληπτικά. Για την αντιμετώπιση της υπετρίχωσης και της ακμής, πολύ βοηθητικές είναι και τοπικές δερματολογικές θεραπείες. Η χρήση μετφορμίνης, αλλά και των νέων ενέσιμων θεραπειών κατά της παχυσαρκίας (GLP-1RA) μπορεί να συμβάλει στη μείωση της ινσουλινοαντίστασης και στη βελτίωση τόσο των μεταβολικών, όσο και των άλλων χαρακτηριστικών του συνδρόμου. Σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί να χρειαστεί υποβοήθηση για την επίτευξη κύησης από ειδικό γυναικολόγο.

Συνολικά, η συνεργασία ενδοκρινολόγου, γυναικολόγου και δερματολόγου είναι πολύ σημαντική για την καλή υγεία των γυναικών με ΣΠΩ.