Ο ανθρώπινος εγκέφαλος παράγει, στο πλαίσιο της φυσιολογικής λειτουργίας του, εγκεφαλονωτιαίο υγρό (ΕΝΥ). Είναι γνωστό ότι το ΕΝΥ έχει πολλαπλές λειτουργίες, όπως άνωση, προστασία του εγκεφαλικού παρεγχύματος από κραδασμούς, βιοχημική και ανοσολογική δράση.
Η παραγωγή, κυκλοφορία και απορρόφηση του ΕΝΥ είναι μια συνεχής και αυτόματη λειτουργία του εγκεφάλου και η διατάραξη αυτής οδηγεί σε συγκέντρωση πλεονάζοντος υγρού στον εγκέφαλο. Αυτή η παθολογική κατάσταση ορίζεται ως υδροκέφαλος.
Ο υδροκέφαλος χωρίζεται σε επικοινωνούντα (περιπτώσεις που δεν ανευρίσκεται κώλυμα στην κυκλοφορία του ΕΝΥ) και αποφρακτικό (περιπτώσεις με μηχανικό κώλυμα στην κυκλοφορία του ΕΝΥ).
Περιπτώσεις επικοινωνούντος υδροκεφάλου αποτελούν ο μεθαιμορραγικός, ο μεταλοιμώδης, ο μετεγχειρητικός υδροκέφαλος, καθώς επίσης και σε συγγενείς παθήσεις, όπως μυελομηνιγγοκήλη. Αποφρακτικού τύπου υδροκέφαλος απαντάται σε στένωση υδραγωγού, όγκους της τρίτης ή τέταρτης κοιλίας, όγκους στην περιοχή του κωναρίου, σε παγίδευση/ διαμερισματοποίηση τμήματος του κοιλιακού συστήματος, σύνδρομο Chiari.
Η κλινική εικόνα του υδροκεφάλου στα παιδιά διαφέρει αναλόγως της ηλικίας τους. Έτσι, σε παιδιά μικρότερα των 2 ετών, που δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί η σύγκλιση των κρανιακών ραφών και πηγών, παρατηρείται αύξηση της περιμέτρου κεφαλής, διάσταση των ραφών, διάταση των φλεβών του δέρματος της κεφαλής, προπέτεια της πρόσθιας πηγής (σε περιπτώσεις που αυτή είναι ακόμα ανοιχτή). Άλλα χαρακτηριστικά σημεία αποτελούν οι έμετοι, η υποστροφή της ψυχοκινητικής εξέλιξης, η πτώση επιπέδου συνειδήσεως, επιληπτικό επεισόδιο, σημείο δύοντος ηλίου (απόκλιση βλέμματος προς τα κάτω).
Στις ηλικίες άνω των 2 ετών, η κλινική εικόνα είναι όμοια με αυτή των ενηλίκων (κεφαλαλγία, ναυτία/ έμετοι, θάμβος όρασης, αλλαγή επιπέδου συνειδήσεως), ποικίλει μεταξύ βυθιότητας, ληθάργου, κώματος.
Στη διάγνωση του αιτίου, προέχει η απεικόνιση με αξονική ή μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου. Σε νεογνά και βρέφη έως έξι μηνών, χρήσιμος μπορεί να φανεί και ο υπέρηχος εγκεφάλου μέσω της ανοικτής πρόσθιας πηγής.
Η αντιμετώπιση του υδροκεφάλου εξαρτάται από το αίτιο που τον προκαλεί. Σε περιπτώσεις επικοινωνούντος υδροκεφάλου, βέλτιστη αντιμετώπιση αποτελεί η τοποθέτηση βαλβίδας. Συχνότερη είναι η τοποθέτηση κοίλιο-περιτοναικής παροχέτευσης (το πλεονάζον ΕΝΥ παροχετεύεται στην κοιλιακή χώρα). Εναλλακτικές αποτελούν η παροχέτευση στον δεξιό καρδιακό κόλπο, τη θωρακική κοιλότητα ή, σπανίως, τη χοληδόχο ή και ουροδόχο κύστη.
Σε περιπτώσεις αποφρακτικού τύπου, ο νευροχειρουργός δύναται να προβεί σε τοποθέτηση βαλβίδας ή διενέργεια τρίτης κοιλιοστομίας (δημιουργία στομίου με χρήση ενδοσκοπικής κάμερας στο έδαφος της 3ης κοιλίας, με σκοπό την παράκαμψη του σημείου απόφραξης). Η 3η κοιλιοστομία προσφέρει, σε αυτές τις περιπτώσεις, την εναλλακτική αποφυγής τοποθέτησης ξένου σώματος στον ασθενή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται (αυξημένος κίνδυνος μόλυνσης, δυσλειτουργία ή αστοχία υλικού, ανάγκη μελλοντικής επανεπέμβασης).
Ανεξαρτήτως επιλογής εκ των ανωτέρω μεθόδων αντιμετώπισης, η σύγχρονη νευροχειρουργική είναι σε θέση να προσφέρει λύσεις στους μικρούς ασθενείς, με στόχο την όσο το δυνατόν καλύτερη ένταξή τους στην καθημερινότητα.