Ένας στους πέντε μη καπνιστές εργαζόμενους εκτίθενται στον καπνό του τσιγάρου στον χώρο εργασίας του, σύμφωνα με νέα έρευνα των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ που δημοσιεύεται στην εβδομαδιαία έκδοση Morbidity and Mortality Weekly Report.
Συγκεκριμένα, ο Chia-ping Su και οι συνεργάτες του χρησιμοποίησαν στοιχεία από την παναμερικανική μελέτη National Health Interview Survey Occupational Health Supplement που είχε γίνει το 2015 για να αξιολογήσουν την συχνότητα της αυτο-αναφερόμενης έκθεσης στον καπνό του τσιγάρου μεταξύ των μη καπνιστών εργαζομένων. Η έκθεση καταγράφηκε και βάσει της εφαρμογής της αντικαπνιστικής νομοθεσίας σε κάθε αμερικανική πολιτεία.
Εν τέλει οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το 19,9% των μη καπνιστών εργαζομένων είχαν εκτεθεί εν ώρα εργασίας στον καπνό του τσιγάρου τους τελευταίους 12 μήνες και σε αυτό το ποσοστό περιλαμβανόταν και ένα 10,1% συχνής έκθεσης (τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα).
Στις Πολιτείες όπου ο αντικαπνιστικός νόμος συνεπαγόταν πλήρη απαγόρευση καπνίσματος σε χώρους εργασίας και δημόσιους χώρους υγειονομικού ενδιαφέροντος, οι μη καπνίζοντες εργαζόμενοι ήταν λιγότερο πιθανόν να αναφέρουν συχνή έκθεση στον καπνό του τσιγάρου σε χώρους εργασίας.
Η υψηλότερη συχνότητα (65,1%) αφορούσε σε μη καπνιστές εργαζόμενους που απασχολούνταν στο εμπόριο, τη βιομηχανία και την παραγωγή ανταλλακτικών. Επίσης, ο κλάδος των κατασκευών είχε τον υψηλότερο αριθμό επηρεαζόμενων εργαζομένων (2,9 εκατομμύρια), λόγω του ότι ήταν σχετικά απίθανο να εφαρμόζεται αντικαπνιστική νομοθεσία.
Πρόβλημα και στην Ελλάδα το παθητικό κάπνισμα
Παρά το γεγονός ότι την τελευταία πενταετία στην Ελλάδα έχει καταγραφεί σημαντική μείωση του αριθμού των καπνιστών, σύμφωνα με έρευνα που έγινε για λογαριασμό του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος το 2017, κι ενώ ο αντικαπνιστικός νόμος που ψηφίστηκε το 2009 ουσιαστικά δεν εφαρμόστηκε ποτέ, δυστυχώς το παθητικό κάπνισμα παραμένει σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας στην χώρα μας.
Συγκεκριμένα, η έρευνα που είχε γίνει τον Ιούλιο του 2017 είχε δείξει ότι, το 27,1% του πληθυσμού της Ελλάδας καπνίζει έναντι του 36,7% που είχε καταγραφεί στην αντίστοιχη έρευνα της ΚΑΠΑ Research το 2012. Σε αντίστοιχες έρευνες της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), τα ποσοστά των καπνιστών ήταν 37,9% το 2009 και 32,5% το 2014.
Επίσης, άλλη έρευνα της ΚΑΠΑ Research είχε αναδείξει την επιθυμία των Ελλήνων να απαλλαγούν από το τσιγάρο, αφού σε ποσοστό 88,1% είχαν δηλώσει ότι θα πρέπει να θεωρηθεί εθνικός στόχος η μείωση του καπνίσματος.
Η συγκεκριμένα έρευνα κοινού που είχε επικεντρωθεί στην εφαρμογή της αντικαπνιστικής νομοθεσίας – που η προηγούμενη ηγεσία του υπουργείου Υγείας είχε αποτύχει να εφαρμόσει εν αντιθέσει με την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη που δρομολογεί άμεσα την εφαρμογή της- είχε δείξει ότι το 83,8% των πολιτών χαρακτηρίζει πολιτισμική υποβάθμιση τη μη εφαρμογή του νόμου. Μάλιστα, το 76,1% των Ελλήνων δηλώνουν θυμωμένοι για το γεγονός ότι η χώρα μας αποτελεί την μοναδική χώρα της ΕΕ η οποία επιτρέπει το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους, εκθέτοντας τους πολίτες της σε παθητικό κάπνισμα.
Σύμφωνα με την έρευνα που διεξήχθη σε 13 περιφέρειες της χώρας, το 96,6% των ερωτηθέντων έχουν βρεθεί τον τελευταίο χρόνο σε κλειστό δημόσιο χώρο μη εφαρμογής του αντικαπνιστικού νόμου και το γεγονός αυτό προκαλεί θυμό στο 74,2% του δείγματος.
Το 93% των Ελλήνων πιστεύουν λοιπόν ότι η Πολιτεία δεν έχει λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την τήρηση του αντικαπνιστικού νόμου και εκτιμούν ότι μεταξύ των δημόσιων χώρων που δεν εφαρμόζεται η απαγόρευση του καπνίσματος είναι τα εστιατόρια και τα κέντρα διασκέδασης (93,9%), οι δημόσιες υπηρεσίες (58,3%), οι χώροι του Κοινοβουλίου (54,8%), τα σχολεία (45,3%) και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις (37,5%). Αντίστοιχα, ευθύνη και στις δημοτικές αρχές ρίχνουν οι Έλληνες, με το 85,2% να δηλώνει ότι ο δήμαρχος και οι αρχές της περιοχής τους δε συνέβαλαν στην τήρηση του νόμου για πρόληψη του παθητικού καπνίσματος σε δημόσιους χώρους. Τέλος, σημαντική είναι η διαπίστωση της έρευνας ότι το 69,8% των Ελλήνων είναι έτοιμοι να συμμετάσχουν εθελοντικά σε δράσεις για τη μείωση του καπνίσματος, ειδικά σε νέους.