Αν και ο χειμώνας είναι συνήθως η περίοδος που υπάρχει μεγάλη συσσώρευση περιστατικών με αναπνευστικές λοιμώξεις στα νοσοκομεία, και οι καλοκαιρινοί μήνες κρύβουν παρόμοιο κίνδυνο -και ακόμα μεγαλύτερο- με κύριο ένοχο την κλιματική αλλαγή.
Ειδικότερα, σύμφωνα με νεότερη μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο The Lancet Regional Health-Europe και διεκπεραιώθηκε από το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Υγείας της Βαρκελώνης (ISGlobal), συμπέρανε ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη, ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής, θα μπορούσε να επιδεινώσει την επιβάρυνση της ενδονοσοκομειακής θνησιμότητας από αναπνευστικά νοσήματα κατά τη διάρκεια των θερμών μηνών.
Η ερευνητική ομάδα ανέλυσε τη συσχέτιση μεταξύ της θερμοκρασίας περιβάλλοντος και της ενδονοσοκομειακής θνησιμότητας από αναπνευστικές νόσους στις επαρχίες της Μαδρίτης και της Βαρκελώνης την περίοδο μεταξύ του 2006 και του 2019. Και στις δύο τοποθεσίες, ο αριθμός των εισαγωγών στα νοσοκομεία (μαζί με εκείνων που κατέληξαν σε θάνατο) ήταν υψηλότερος κατά την ψυχρή περίοδο και χαμηλότερος κατά τη θερμή περίοδο, με μέγιστο τον Ιανουάριο και ελάχιστο τον Αύγουστο. Ωστόσο, σε αντίθεση με τις εισαγωγές στο νοσοκομείο, οι οποίες ήταν υψηλότερες κατά τη διάρκεια της ψυχρής περιόδου, η μέγιστη επίπτωση της θνησιμότητας των νοσηλευόμενων ασθενών σημειώθηκε κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και συνδέθηκε στενά με τις υψηλές θερμοκρασίες.
Για να υπολογίσουν οι ερευνητές τη συσχέτιση μεταξύ της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος και της νοσοκομειακής θνησιμότητας, χρησιμοποίησαν δεδομένα σχετικά με τις ημερήσιες εισαγωγές στα νοσοκομεία, τις καιρικές συνθήκες (θερμοκρασία και σχετική υγρασία) και τους ατμοσφαιρικούς ρύπους (O3, PM2,5, PM10 και NO2). Όπως διαπιστώθηκε, οι θερινές θερμοκρασίες ευθύνονταν για το 16% και το 22,1% των συνολικών θανατηφόρων νοσηλειών από αναπνευστικές νόσους στη Μαδρίτη και τη Βαρκελώνη, αντίστοιχα. Μάλιστα, το αποτύπωμα των υψηλών θερμοκρασιών ήταν άμεσο, με το μεγαλύτερο μέρος της επίπτωσης να εμφανίζεται εντός των τριών πρώτων ημερών από την έκθεση σε υψηλές θερμοκρασίες.
Αν και είναι γνωστό ότι η καθημερινή έκθεση στη ζέστη και το κρύο συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο εισαγωγής στο νοσοκομείο από μια σειρά αναπνευστικών ασθενειών, όπως η πνευμονία, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) και το άσθμα, καμία μελέτη δεν είχε επικεντρωθεί στο ποσοστό των εισαγωγών στο νοσοκομείο που καταλήγουν σε θάνατο, και επομένως στις πιο σοβαρές περιπτώσεις.
Τα αποτελέσματα της μελέτης κατέδειξαν την επίπτωση των υψηλών θερμοκρασιών στην οξεία βρογχίτιδα και βρογχιολίτιδα, την πνευμονία και την αναπνευστική ανεπάρκεια. Παρόλα αυτά, ούτε η σχετική υγρασία ούτε οι ατμοσφαιρικοί ρύποι έπαιξαν στατιστικά σημαντικό ρόλο στη συσχέτιση της ζέστης με τη θνησιμότητα σε ασθενείς που εισήχθησαν για αναπνευστική νόσο. Τέλος, η έρευνα έδειξε επίσης ότι οι γυναίκες ήταν πιο ευάλωτες στις ζεστές θερμοκρασίες από ό,τι οι άνδρες.
«Το συμπέρασμα αυτό πιθανότατα οφείλεται σε συγκεκριμένες φυσιολογικές διαφορές στη θερμορύθμιση. Οι γυναίκες έχουν έχουν υψηλότερο όριο θερμοκρασίας πάνω από το οποίο ενεργοποιούνται οι μηχανισμοί εφίδρωσης και χαμηλότερη παραγωγή ιδρώτα από τους άνδρες, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα μικρότερη απώλεια θερμότητας μέσω εξάτμισης και επομένως μεγαλύτερη ευαισθησία στις επιπτώσεις της θερμότητας» εξηγεί η Joan Ballester, ερευνήτρια του ISGlobal και τελευταία συγγραφέας της μελέτης.
Τα συγκεκριμένα ευρήματα έχουν σημαντικές συνέπειες για τις πολιτικές προσαρμογής της υγείας στην κλιματική αλλαγή, καθώς και για τις προβλέψεις των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην ανθρώπινη υγεία.
Διαβάστε επίσης:
Κλιματική αλλαγή: Τα άτομα με αναπηρία επηρεάζονται «δυσανάλογα» από την ακραία ζέστη