Περισσότερα από 330 εργαστηριακά επιβεβαιωμένα κρούσματα Salmonella Enteritidis ST11 έχουν δηλωθεί σε 14 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες, από την 1η Ιανουαρίου έως και τις 24 Οκτωβρίου 2023. Διάφορα ζώα (ιδιαίτερα πουλερικά, χοίροι, βοοειδή και ερπετά) μπορούν να είναι «δεξαμενές» για σαλμονέλα, ενώ οι άνθρωποι γενικά μολύνονται (και αναπτύσσουν σαλμονέλωση) τρώγοντας κακώς μαγειρεμένα, μολυσμένα τρόφιμα ή τρώγοντας τρόφιμα που έχουν μολυνθεί από άψητο κρέας και πουλερικά.
Στις εστίες σαλμονέλωσης που καταγράφηκαν από τις αρμόδιες αρχές, και ανακοίνωσε σήμερα το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC), έχουν εντοπιστεί τρεις διακριτές μικροβιολογικές ομάδες που επηρεάζουν όλες τις ηλικιακές ομάδες. Στις περισσότερες περιπτώσεις αναφέρθηκε κατανάλωση κρέατος κοτόπουλου, συμπεριλαμβανομένων κεμπάπ κοτόπουλου. Εννέα άτομα σε τρεις χώρες νοσηλεύτηκαν και ένα κατέληξε – στην Αυστρία- με το ECDC να υπογραμμίζει την πιθανότητα σοβαρών και θανατηφόρων λοιμώξεων από αυτό το ξέσπασμα.
Μετά τις πληροφορίες για την έκθεση σε τρόφιμα και τις εθνικές έρευνες το 2023, οι αρχές για την ασφάλεια των τροφίμων στην Αυστρία, τη Δανία και την Ιταλία διερεύνησαν 10 προϊόντα διατροφής (έξι μολυσμένα από Salmonella Enteritidis ST11 cluster 1 ή/και cluster 2), επτά τελικούς παραγωγούς στην Πολωνία και έναν σε Αυστρία. Από το σύστημα ιχνηλασιμότητας προέκυψε ότι τρία κεμπάπ μολυσμένα με σαλμονέλα μοιράζονταν έναν αριθμό πολωνικών υπευθύνων επιχειρήσεων τροφίμων. Ο σύνδεσμος συναλλαγών του ύποπτου κεμπάπ υποδηλώνει μία ή περισσότερες κοινές πηγές/σημεία μόλυνσης στην Αυστρία, τη Δανία και την Ιταλία.
Μετά τη συλλογή γονιδιωματικών πληροφοριών, η ανάλυση αποκάλυψε την παρουσία των στελεχών της επιδημίας στην τροφική αλυσίδα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Τα περισσότερα θετικά τρόφιμα που ελήφθησαν σε δείγμα το 2022-2023 με κοινά επιδημιολογικά δεδομένα προέρχονται από την Πολωνία.
Δεδομένων των πληροφοριών που συλλέχθηκαν, το μολυσμένο κεμπάπ κοτόπουλου και το κρέας κοτόπουλου θεωρούνται ως «οχήματα» της μολυσματικών στελεχών της Salmonella Enteritidis ST11. Ωστόσο, επισημαίνεται από το ECDC πως λόγω έλλειψης οριστικών μικροβιολογικών αποδεικτικών στοιχείων και ολοκληρωμένης ιχνηλασιμότητας, δεν ήταν δυνατό να επιβεβαιωθεί ή να αποκλειστεί ο ρόλος των προσδιορισμένων τελικών παραγωγών, των προμηθευτών του κρέατος και της πιθανής εμπλοκής άλλων υπευθύνων επιχειρήσεων τροφίμων ως πηγές των μολύνσεων.
«Απαιτούνται περαιτέρω έρευνες για τον εντοπισμό της βασικής αιτίας της μόλυνσης και της πηγής των λοιμώξεων, κάτι που είναι ζωτικής σημασίας για την ταχεία εφαρμογή στοχευμένων αποτελεσματικών μέτρων ελέγχου και διορθωτικών μέτρων. Δεδομένου ότι η πηγή ή οι πηγές δεν έχουν εντοπιστεί, είναι πιθανό να εμφανιστούν νέα κρούσματα σε αυτό το παρατεταμένο ξέσπασμα σε πολλές χώρες» καταλήγει ο ευρωπαϊκός φορέας.
Η σαλμονέλωση
Πρόκειται για το συχνότερα δηλούμενο τροφιμογενές νόσημα, ενώ ο ορότυπος S. Enteritidis είναι ο συχνότερα αναγνωριζόμενος ορότυπος. Η περίοδος επώασης είναι 12-36 ώρες και η σοβαρότητα της ασθένειας εξαρτάται από τον αριθμό των βακτηρίων που λαμβάνονται, την ανοσολογική κατάσταση του ατόμου και τον τύπο της σαλμονέλας.
Η κλινική εικόνα της σαλμονέλωσης χαρακτηρίζεται από πυρετό, διάρροια, κοιλιακό άλγος, ναυτία και έμετο, αλλά μπορεί μερικές φορές να οδηγήσει σε λοίμωξη της ροής του αίματος και σε πιο σοβαρή, συστηματική μορφή της νόσου. Τα συμπτώματα διαρκούν συνήθως για λίγες ημέρες και οι περισσότερες λοιμώξεις είναι αυτοπεριοριζόμενες.
Τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι και τα άτομα με χρόνιες παθήσεις είναι πιο ευάλωτα σε σοβαρές λοιμώξεις και λόγω αφυδάτωσης ή επεμβατικών λοιμώξεων, μπορεί μερικές φορές να απαιτείται εισαγωγή στο νοσοκομείο. Οι θάνατοι λόγω μόλυνσης από σαλμονέλα είναι ασυνήθιστοι, αλλά μπορεί να συμβούν σε νεαρά μωρά και βρέφη, ηλικιωμένους και άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα.