Ο αριθμός αυτός αποτελεί σημαντική αύξηση συγκριτικά με τα 18,7 εκατομμύρια του 2017 και των 18 εκατομμυρίων του 2016.
Ο «ανεπαρκής» εμβολιασμός αυξάνει τον κίνδυνο να νοσήσουν τα παιδιά από τέτανο και διφθερίτιδα μέχρι κοκκύτη και ιλαρά.
Ο Δρ. Tedros Adhanom Ghebreyesus, Γενικός Διευθυντής του ΠΟΥ δήλωσε: «Τα εμβόλια αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά εργαλεία για την πρόληψη εξάρσεων των νόσων διατηρώντας τον κόσμο ασφαλή. Ενώ τα περισσότερα παιδιά σήμερα εμβολιάζονται, πάρα πολλά επίσης μένουν πίσω.
«Συχνά αυτοί που βρίσκονται σε περισσότερο κίνδυνο είναι οι άνθρωποι ζουν σε πιο φτωχές χώρες, οι πιο περιθωριοποιημένοι, ή εκείνοι που διαφωνούν με τον εμβολιασμό και τον απορρίπτουν επίμονα».
Η παγκόσμια κάλυψη των εμβολίων κατά της διφθερίτιδας, του τετάνου, του κοκκύτη και της ιλαράς είχε φτάσει το 86% έως το 2010, βρήκαν οι ερευνητές.
Τα περισσότερα ανεμβολίαστα παιδιά ζουν στις πιο φτωχές χώρες του κόσμου.
Και σχεδόν οι μισοί κατοικούν σε 16 χώρες – Αφγανιστάν, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, Τσαντ, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Αιθιοπία, Αϊτή, Ιράκ, Μάλι, Νίγηρας, Νιγηρία, Πακιστάν, Σομαλία, Νότιο Σουδάν, Σουδάν, Συρία και Υεμένη.
Ωστόσο 61.788 νέοι στη Μεγάλη Βρετανία έχασαν την πρώτη δόση του εμβολίου για την ιλαρά. Αυτή είναι μία μείωση σε 646.737 του αριθμού των εμβολιασμένων παιδιών από το 2010, όταν είχαν εμβολιαστεί 708.525 παιδιά. Το εμβόλιο Ιλαράς, Ερυθράς, Παρωτίτιδας, προστατεύει και από τις τρεις νόσους με μία ένεση.
«Στις πλούσιες χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία, η ελλιπής πληροφόρηση στις ψηφιακές και κοινωνικές πλατφόρμες είναι ένας σημαντικός παράγοντας που σχετίζεται με την άρνηση εμβολιασμού», δηλώνει ο Alastair Harper, διευθυντής της Unicef στη Βρετανία.
«Οι ομάδες αντιεμβολιαστών δημιουργούν ανησυχία στους γονείς τροφοδοτώντας τους φόβους τους για να διακόψουν το πρόγραμμα παιδικού εμβολιασμού».
Οι συγγραφείς προειδοποιούν ότι τα ποσοστά παγκόσμιου εμβολιασμού δεν είναι επαρκή για την πρόληψη εξάρσεων νόσων που απειλούν τη ζωή.