Με τον όρο «αρθρίτιδα» εννοούμε τη φλεγμονή των αρθρώσεων, που εκδηλώνεται με πόνο, διόγκωση (πρήξιμο) και δυσκαμψία των αρθρώσεων, συμπτώματα που συνήθως επιδεινώνονται τις πρωινές ώρες. Η αρθρίτιδα είναι κύριο σύμπτωμα στις περισσότερες φλεγμονώδεις ρευματικές παθήσεις.
Οι παθήσεις αυτές είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα με συχνότητα περίπου 0,8%, η ψωριασική αρθρίτιδα με συχνότητα περίπου 0,5%, η αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα με συχνότητα περίπου 0,4%, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος με συχνότητα περίπου 0,35%, το Σύνδρομο Sjogren με περίπου ίδια συχνότητα, και άλλες πιο σπάνιες παθήσεις όπως το σκληρόδερμα, οι μυοσίτιδες, οι συστηματικές αγγειίτιδες κ.λπ.
Οι ρευματικές παθήσεις αφορούν όλες τις ηλικίες. Μπορούν να εμφανιστούν σε μικρά παιδιά, αλλά και σε υπερήλικες. Η κύρια ηλικία εμφάνισης της ρευματοειδούς αρθρίτιδας είναι περίπου στα 40-50 έτη, του συστηματικού ερυθηματώδους λύκου στα 20-50 έτη, της αγκυλοποιητικής σπονδυλίτιδας η 3η και η 4η δεκαετία της ζωής, όπως και της ψωριασικής αρθρίτιδας.
Υπάρχουν μεγάλες διαφορές όσον αφορά την κατανομή στα δύο φύλα. Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι πιο συχνή στις γυναίκες σε αναλογία 3 προς 1, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος σε αναλογία γυναίκες/ άνδρες 9 προς 1, ενώ αντίθετα η αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα είναι πιο συχνή στους άνδρες σε αναλογία 7 προς 1.
Πέραν της προσβολής των αρθρώσεων, όπως περιγράφηκε παραπάνω, πολύ σημαντικό σύμπτωμα είναι και ο φλεγμονώδης πόνος στη μέση, ο οποίος χαρακτηρίζει τα νοσήματα της ομάδας της αγκυλοποιητικής σπονδυλίτιδας. Ο πόνος αυτός διαφέρει από τον συνήθη μηχανικό πόνο στη μέση, καθώς είναι χειρότερος το πρωί, με συνοδό έντονη πρωινή δυσκαμψία, επιδεινώνεται με την ανάπαυση και βελτιώνεται με την κίνηση, αφυπνίζει τον ασθενή στο δεύτερο μισό της νύχτας και «απαντά» εντυπωσιακά στα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Τα φλεγμονώδη ρευματικά νοσήματα μπορεί επίσης να έχουν και άλλα συμπτώματα, όπως εξανθήματα (π.χ. ψωρίαση, εξάνθημα του λύκου, αγγειιτιδικό εξάνθημα), χαμηλή πυρετική κίνηση, αίσθημα κόπωσης, ξηροστομία, ξηροφθαλμία, αναιμία, χαμηλό αριθμό λευκών ή αιμοπεταλίων, συμπτώματα από τους πνεύμονες, οφθαλμική φλεγμονή κ.ά.).
H αιτιολογία των ρευματικών νοσημάτων παραμένει εν πολλοίς άγνωστη. Ενοχοποιούνται κληρονομικοί (γονιδιακοί) παράγοντες, περιβαλλοντικοί (λοιμώξεις, ρύπανση) παράγοντες, το κάπνισμα και η κακή διατροφή, αλλά δεν ξέρουμε τι ακριβώς είναι αυτό που ξεκινά τη φλεγμονώδη διεργασία.
Η διάγνωση των ρευματικών νοσημάτων είναι κυρίως κλινική και βασίζεται στο λεπτομερές ιστορικό και την προσεκτική κλινική εξέταση. Οι εργαστηριακές εξετάσεις είναι χρήσιμες στην επιβεβαίωση της διάγνωσης και στη διερεύνηση της γενικής κατάστασης του ασθενούς. Καμία θετική εξέταση από μόνη της (π.χ. θετικά αντιπυρηνικά αντισώματα ή θετικός ρευματοειδής παράγοντας) δεν μπορεί να θέσει τη διάγνωση ρευματικού νοσήματος, αλλά ο ειδικός ιατρός, ο Ρευματολόγος, είναι εκείνος που θα αξιολογήσει τη βαρύτητα της εξέτασης ανάλογα με τα συμπτώματα και την κλινική εικόνα του ασθενούς.
Η οστεοπόρωση είναι μια σιωπηλή νόσος, καθώς το πρώτο σύμπτωμά της είναι ακριβώς αυτό που θέλουμε να αποφύγουμε, δηλαδή το κάταγμα. Τα οστεοπορωτικά κατάγματα συνήθως συμβαίνουν στη θωρακοοσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης, στο ισχίο ή στον καρπό, και χαρακτηρίζονται ως κατάγματα «χαμηλής ενέργειας», δηλαδή χωρίς σοβαρή κάκωση που να δικαιολογεί τέτοια βλάβη. Τα κυριότερα αίτια της οστεοπόρωσης είναι η εμμηνόπαυση στις γυναίκες, η γοναδική ανεπάρκεια στους άνδρες, η μακροχρόνια λήψη κορτιζόνης, το χαμηλό σωματικό βάρος, το κάπνισμα, και βέβαια το οικογενειακό ιστορικό κατάγματος σε κάποιον γονέα. Η διάγνωση της οστεοπόρωσης γίνεται με το ιστορικό και τη μέτρηση οστικής πυκνότητας, ενώ η θεραπεία με τη χρήση διφωσφονικών ή ειδικών μονοκλωνικών αντισωμάτων, με παράλληλη λήψη ασβεστίου και βιταμίνης D.
Βιολογικοί παράγοντες και οι νεότερες στοχευμένες θεραπείες
Κεφαλαιώδους σημασίας στα ρευματικά νοσήματα είναι η έγκαιρη διάγνωση και η έναρξη της σωστής επιθετικής θεραπευτικής αγωγής, με σκοπό τη γρήγορη καταπολέμηση της φλεγμονής, την πλήρη αποκατάσταση της καθημερινής λειτουργικότητας και την αποφυγή της μόνιμης βλάβης και της επακόλουθης αναπηρίας. Στα ρευματικά νοσήματα, η μόνιμη βλάβη των αρθρώσεων αλλά και των άλλων οργάνων, συμβαίνει στα πρώτα 1-2 χρόνια από την έναρξη των συμπτωμάτων, γι’ αυτό και είναι τόσο σημαντική η έγκαιρη διάγνωση. Παρ’ όλα αυτά, πολύ συχνά οι ασθενείς αργούν να επισκεφθούν τον ειδικό γιατρό, για διάστημα αρκετών μηνών ή ακόμη και ετών.
Η ενημέρωση του κοινού, με τις δράσεις των Συλλόγων Ασθενών, αλλά και των λοιπών ιατρικών ειδικοτήτων (γενικών ιατρών, παθολόγων, ορθοπαιδικών) με τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση, έχει οδηγήσει σε σαφή βελτίωση στο θέμα αυτό. Κάθε ασθενής που έχει συμπτώματα όπως περιγράφηκαν παραπάνω, πρέπει άμεσα να επισκεφθεί ή να παραπεμφθεί στον ειδικό ιατρό, που είναι ο Ρευματολόγος.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της φλεγμονώδους αρθρίτιδας περιλαμβάνει αρχικά τη χορήγηση μικρών δόσεων κορτιζόνης για την άμεση καταπολέμηση της φλεγμονής, και κατόπιν την έναρξη θεραπείας με τα αντιρευματικά τροποποιητικά της νόσου φάρμακα, με κυριότερο εξ αυτών τη μεθοτρεξάτη. Τα τελευταία 20 χρόνια ζούμε μια πραγματική θεραπευτική επανάσταση στα ρευματικά νοσήματα, με την ανακάλυψη και χρήση των βιολογικών παραγόντων και των νεότερων στοχευμένων θεραπειών. Με τα φάρμακα αυτά, ένα μεγάλο μέρος των ασθενών οδηγείται σε ύφεση της νόσου ή σε κατάσταση ελάχιστης δυνατής ενεργότητας. Υπάρχουν πολλές κατηγορίες τέτοιων φαρμάκων και μπορεί να γίνεται αλλαγή μεταξύ τους, μέχρι να βρεθεί αυτό που θα είναι το πιο κατάλληλο για τον συγκεκριμένο ασθενή (εξατομίκευση της θεραπείας).
Πολύ σημαντική στα ρευματικά νοσήματα είναι η σωστή και ειλικρινής επικοινωνία ιατρού και ασθενούς. Ο ασθενής πρέπει να συζητά με τον ιατρό του όλα τα προβλήματα που τον απασχολούν στην καθημερινότητά του, την εργασία του, τις διαπροσωπικές του σχέσεις. Ο ενημερωμένος και ενδυναμωμένος ασθενής μπορεί να καταλάβει καλύτερα τη νόσο και να συμμετάσχει στη θεραπευτική απόφαση (συναπόφαση ή ενημερωμένη συγκατάθεση).