Νέα μελέτη υποστηρίζει ότι οι ενήλικες με λίγα παραπανίσια κιλά, μπορούν να βελτιώσουν σημαντικά τα επίπεδα χοληστερόλης, αρτηριακής πίεσης, σακχάρου και άλλων δεικτών, απλώς μειώνοντας κατά 300 τις συνολικές θερμίδες που καταναλώνουν σε μία ημέρα.
Σύμφωνα με τα δεδομένα της διετούς δοκιμής του Πανεπιστημίου Duke Health φαίνεται ότι σε ό,τι αφορά τον περιορισμό του κινδύνου για ασθένειες όπως ο διαβήτης και οι καρδιαγγειακές παθήσεις, πάντα υπάρχει περιθώριο βελτίωσης. Τα ευρήματα της τυχαιοποιημένης, ελεγχόμενης δοκιμής των 218 ενηλίκων κάτω των 50 ετών δημοσιεύθηκαν στο The Lancet Diabetes & Endocrinology.
Η δοκιμή, που αποτελεί μέρος ενός τρέχοντος προγράμματος του Εθνικού Ινστιτούτο Υγείας της Αμερικής που ονομάζεται CALERIE, στηρίζει τη θεωρία των ερευνητών που λέει ότι δεν είναι μόνο η απώλεια βάρους που οδηγεί σε τέτοιου είδους βελτιώσεις, αλλά και κάποιες πιο πολύπλοκες μεταβολικές αλλαγές που ενεργοποιούνται από την κατανάλωση λιγότερων θερμίδων από αυτές που δαπανώνται.
«Προφανώς υπάρχει κάποιος μηχανισμός που δεν έχουμε ακόμα κατανοήσει και σχετίζεται με τον περιορισμό των θερμίδων που συντελεί σε αυτό το αποτέλεσμα. Συγκεντρώσαμε αίμα, μυϊκή μάζα και άλλα δείγματα από τους συμμετέχοντες και θα συνεχίσουμε να εξερευνούμε τι μπορεί να είναι αυτό το μεταβολικό σημάδι», σχολιάζει χαρακτηριστικά ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, καρδιολόγος και διακεκριμένος καθηγητής ιατρικής στο Duke, William Kraus.
Για τον πρώτο μήνα της δοκιμής, οι συμμετέχοντες έπρεπε να τρώνε τρία γεύματα την ημέρα, μειώνοντας κατά 25% τις ημερήσιες θερμίδες τους, με στόχο να εκπαιδευτούν στη νέα διατροφή. Μπορούσαν να διαλέξουν ανάμεσα σε έξι διαφορετικά γεύματα βάσει των προτιμήσεων και των αναγκών τους. Παρακολουθούσαν επίσης ατομικές και ομαδικές συμβουλευτικές συνεδρίες για τους πρώτους έξι μήνες της δοκιμής, ενώ τα μέλη της ομάδας ελέγχου απλώς συνέχισαν τη συνηθισμένη διατροφή τους και επισκέπτονταν τους ερευνητές μια φορά το εξάμηνο.
Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να διατηρήσουν τη μείωση του 25% για δύο χρόνια, με τον μέσο όρο των θερμίδων που τελικά κατάφεραν να περιορίσουν αυτό το διάστημα να φτάνει στο 12%. Παρόλα αυτά, μπόρεσαν να διατηρήσουν το κατά 10% μειωμένο βάρος τους, το 71% του οποίου ήταν λίπος, όπως φάνηκε στη μελέτη. Αναρίθμητες ήταν οι βελτιώσεις και στους δείκτες κινδύνου των μεταβολικών ασθενειών, ενώ μετά τα δύο χρόνια, οι συμμετέχοντες παρουσίασαν μείωση και σε ένα βιοδείκτη που υποδεικνύει χρόνια φλεγμονή, η οποία επίσης συνδέεται με τις παθήσεις της καρδιάς, τον καρκίνο και τη γνωστική εξασθένιση.
«Αυτό δείχνει ότι ακόμα και μία αλλαγή όχι τόσο μεγάλη όσο αυτή που χρησιμοποιήθηκε στη μελέτη μπορεί να μειώσει τους κινδύνους του διαβήτη και των καρδιαγγειακών παθήσεων. Πρόκειται για κάτι που μπορούν εύκολα να κάνουν όλοι οι άνθρωποι, απλώς προσέχοντας λίγο παραπάνω το περιεχόμενο και τις ποσότητες που καταναλώνουν», καταλήγει ο Δρ. Kraus.