*Γράφει η Μαριάνθη Κοντονίκα, Ειδικός Καρδιολόγος, Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο 

 

Η καρδιαγγειακή νόσος αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου στον γενικό πληθυσμό παγκοσμίως και μία από τις πρώτες αιτίες θανάτου στις γυναίκες μέσης ηλικίας. Τυπικά, οι γυναίκες αναπτύσσουν στεφανιαία νόσο σε πιο όψιμη ηλικία, συγκριτικά με τους άντρες, και μάλιστα παρατηρείται αξιοσημείωτη αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου μετά την εμμηνόπαυση. Πολλές μελέτες τα τελευταία 20έτη έχουν εστιάσει στην κατανόηση του καρδιαγγειακού κινδύνου και των μεταβολών που συμβαίνουν στον οργανισμό της γυναίκας κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης και της κλιμακτηρίου.

Η εμμηνόπαυση σηματοδοτεί τη μόνιμη παύση της ωοθηκικής λειτουργίας και τη μετάβαση από την αναπαραγωγική στην μη αναπαραγωγική φάση της ζωής μίας γυναίκας. Η φυσική εμμηνόπαυση τυπικά ορίζεται όταν η διακοπή της έμμηνου ρύσεως διαρκεί για 12 συνεχείς μήνες και δεν είναι αποτέλεσμα δευτεροπαθών αιτιών, αλλά, αποτέλεσμα της φυσιολογικής βιολογικής διεργασίας που συμβαίνει σε κάθε γυναίκα. Η μέση ηλικία για την φυσική εμμηνόπαυση είναι τα 50 έτη (η πλειοψηφία κυμαίνεται μεταξύ 48-53 ετών).

Πρώιμη ονομάζεται η εμμηνόπαυση όταν εμφανίζεται σε ηλικία μικρότερη των 45 ετών (μεταξύ 40-45 ετών), ενώ σε ηλικία μικρότερη των 40 ετών χαρακτηρίζεται ως πρόωρη. Το χρονικό διάστημα που προηγείται της εμμηνόπαυσης και κατά το οποίο ο έμμηνος κύκλος γίνεται σημαντικά ασταθής ή ξεκινούν τα συμπτώματα που σχετίζονται με την εμμηνόπαυση, ονομάζεται κλιμακτήριος. Στη διάρκεια της κλιμακτηρίου συμβαίνουν πολλές ορμονικές, σωματικές και ψυχολογικές μεταβολές στη γυναίκα, που συνδέονται με την αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου.

Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσίευση, κάποια βασικά χαρακτηριστικά της εμμηνόπαυσης που επιδρούν στην αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου, είναι τα παρακάτω:

1. Η ηλικία της γυναίκας κατά την έναρξη της εμμηνόπαυσης: Oι γυναίκες με πρωϊμότερη έναρξη της εμμηνόπαυσης έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για καρδιαγγειακά συμβάντα.

2. Το είδος της εμμηνόπαυσης: Oι γυναίκες με φυσική εμμηνόπαυση έχουν συνολικά μικρότερο καρδιαγγειακό κίνδυνο συγκριτικά με τις γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε αμφοτερόπλευρη ωοθηκεκτομή και δεν λαμβάνουν θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης με οιστρογόνα. Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως η διαφορά αυτή στον καρδιαγγειακό κίνδυνο οφείλεται κυρίως στην πρώιμη ηλικία κατά την οποία η γυναίκα υποβάλλεται σε αμφοτερόπλευρη ωοθηκεκτομή. Αντίθετα, όταν η ωοθηκεκτομή συμβαίνει κοντά στην ηλικία της φυσικής εμμηνόπαυσης, η διαφορά αυτή εξαλείφεται.

3. To στάδιο της εμμηνόπαυσης φαίνεται να επηρεάζει σε κάποιο βαθμό τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Μελέτες έχουν δείξει ότι οι παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο, όπως είναι η αρτηριακή πίεση και τα επίπεδα των λιπιδίων στο αίμα, είναι αυξημένοι κατά την όψιμη περιεμμηνοπαυσιακή περίοδο συγκριτικά με την πρώιμη περιεμμηνοπαυσιακή περίοδο.

4. Άλλο ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της εμμηνόπαυσης που επηρεάζει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο είναι οι ορμονικές μεταβολές, και συγκεκριμένα η μείωση των επιπέδων οιστραδιόλης.

5. Σημαντικό ρόλο και επίδραση στον καρδιαγγειακό κίνδυνο έχουν τα αγγειοκινητικά συμπτώματα κατά τη διάρκεια της κλιμακτηρίου. Τα αγγειοκινητικά συμπτώματα (εξάψεις, νυχτερινή εφίδρωση, αίσθημα παλμών) είναι πολύ συχνά στις γυναίκες αυτή την χρονική περίοδο (περίπου το 80% των γυναικών) και επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό την ποιότητα της ζωής τους. Αναλύσεις από μελέτες έχουν δείξει ότι οι γυναίκες με αυτού του είδους τα συμπτώματα και άλλα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης είχαν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου, αγγειακού εγκεφαλικού και γενικότερα καρδιαγγειακής νόσου. Αυτή η συσχέτιση ενδεχομένως να εξαρτάται από το χρόνο εμφάνισης των συμπτωμάτων.

6. Οι διαταραχές του ύπνου, συχνό σύμπτωμα κατά τη διάρκεια της κλιμακτηρίου, έχει συσχετιστεί με μεγαλύτερο κίνδυνο υποκλινικής καρδιαγγειακής νόσου και επιδεινωμένων καρδιαγγειακών δεικτών στις μέσης ηλικίας γυναίκες.

7. Τέλος, οι διαταραχές του συναισθήματος, και κυρίως η κατάθλιψη, συμβαίνουν συχνότερα περιεμμηνοπαυσιακά και μετεμμηνοπαυσιακά και σχετίζονται τόσο με τα αγγειοκινητικά συμπτώματα όσο και με την εμφάνιση της καρδιαγγειακής νόσου.

Συμπερασματικά, οι προαναφερθείσες αλλαγές που συμβαίνουν προ-, πέρι- και μετεμμηνοπαυσιακά επιφέρουν αλλαγές στους παράγοντες κινδύνου για στεφανιαία νόσο. Κάποιοι από τους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο σχετίζονται άμεσα με την εμμηνόπαυση (κεντρική/ σπλαχνική παχυσαρκία, κίνδυνος εμφάνισης μεταβολικού συνδρόμου, επιδεινωμένο λιπιδαιμικό προφίλ) ενώ άλλοι, όπως η αρτηριακή υπέρταση και η αντίσταση στην ινσουλίνη σχετίζονται περισσότερο με την αύξηση της ηλικίας, παρά με την εμμηνόπαυση αυτή καθ’ εαυτή.

Οι σωστές παρεμβάσεις για να μειωθεί ο καρδιαγγειακός κίνδυνος

Σε κάθε περίπτωση, αυτή η περίοδος στη ζωή της γυναίκας αποτελεί ορόσημο, καθώς οφείλουμε ακόμη περισσότερο να εστιάσουμε στη πρόληψη της καρδιαγγειακής νόσου και να γίνουν οι σωστές παρεμβάσεις για να μειωθεί ο καρδιαγγειακός κίνδυνος, με πρωταρχικό στόχο την αλλαγή στις διατροφικές συνήθειες και τον τρόπο ζωής (απώλεια βάρους σε υπέρβαρες γυναίκες, σωματική άσκηση, διακοπή καπνίσματος). Είναι σημαντικό να επιτευχθεί καλύτερος έλεγχος των παραγόντων κινδύνου για στεφανιαία νόσο, δηλαδή της αρτηριακής πίεσης, των επιπέδων των λιπιδίων και των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα.

Μία άλλη παρέμβαση, που είναι υπό μελέτη όσον αφορά τον καρδιαγγειακό κίνδυνο, είναι η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, είναι πολύ σημαντικός ο χρόνος έναρξης της θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης, με τα μέχρι τώρα δεδομένα να υποστηρίζουν ότι η έναρξή της πριν από την ηλικία των 60 ετών ή στα πρώτα 10 χρόνια από την εμμηνόπαυση σχετίζεται με μειωμένο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Βέβαια, χρειάζονται επιπλέον μελέτες που να καθορίζουν το είδος, την οδό και τη διάρκεια χορήγησης της θεραπείας υποκατάστασης και τη σχέση που έχουν με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Εν κατακλείδι, η εμμηνόπαυση δεν σηματοδοτεί μόνο την μετάβαση από την αναπαραγωγική στη μη αναπαραγωγική φάση μίας γυναίκας, αλλά και το στάδιο κατά το οποίο η γυναίκα γίνεται πιο ευάλωτη όσον αφορά τα καρδιαγγειακά συμβάντα, γι΄ αυτό και η έγκαιρη και σωστή πρόληψη αυτή τη χρονική περίοδο αποκτά ιδιαίτερο νόημα και μπορεί να αποτρέψει μεγάλο ποσοστό θανατηφόρων και μη θανατηφόρων μελλοντικών καρδιαγγειακών συμβάντων.

Μαριάνθη Κοντονίκα, Ειδικός Καρδιολόγος