Σε παγκόσμια επιδημία έχει εξελιχθεί η παχυσαρκία, η οποία αφορά σε όλο και περισσότερους ανθρώπους, απασχολώντας την Πολιτεία και τους δημόσιους θεσμούς υγείας για τα μέτρα που πρέπει να λάβουν, ώστε να ανακόψουν αυτή τη ραγδαία εξάπλωση. Άλλωστε, η παχυσαρκία δεν είναι απλώς μια επικίνδυνη κατάσταση, αλλά ενισχύει και προωθεί μια σειρά από άλλους κινδύνους για την υγεία. Ένας από αυτούς φαίνεται να είναι και ο καρκίνος. Το Εθνικό Ινστιτούτο Καρκίνου των ΗΠΑ απαριθμεί περισσότερους από 12 καρκίνους που σχετίζονται με το υπερβολικό βάρος και την παχυσαρκία. Ωστόσο, παραμένει ασαφές το πώς η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου.
Σε αυτό το ερώτημα προσπάθησε να απαντήσει το εργαστήριο της Marsha A. Moses στο Νοσοκομείο Παίδων της Βοστώνης, το οποίο ανέδειξε μια άμεση σύνδεση της παχυσαρκίας και πιθανών επιπλοκών που μπορούν να δημιουργηθούν στη διάγνωση, αλλά και την αντιμετώπιση της νόσου. Τα ερευνητικά συμπεράσματα δημοσιεύονται στο Proceedings of the National Academy of Sciences.
Εστιάζοντας σε έναν κοινό καρκίνο, τον καρκίνο του μαστού μετά την εμμηνόπαυση, η Moses και η ομάδα της παρέχουν αδιάσειστα στοιχεία ότι η παχυσαρκία μπορεί να προκαλέσει το σχηματισμό νέων αιμοφόρων αγγείων (αγγειογένεση). Μόλις αυτά τα αγγεία τροφοδοτηθούν με αίμα, οι όγκοι μεγαλώνουν και μετατρέπονται σε σοβαρή απειλή.
Εξετάζοντας αυτή τη θεωρία σε ποντίκια, η επιστημονική ομάδα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η χορήγηση ενός φαρμάκου που αναστέλλει τον σχηματισμό αιμοφόρων αγγείων διατηρούσε τους όγκους του μαστού σε λανθάνουσα κατάσταση. «Μόλις τα αιμοφόρα αγγεία εισβάλλουν σε έναν όγκο, ο όγκος μπορεί να αρχίσει να αναπτύσσεται εκθετικά», λέει η Moses, η οποία διευθύνει το Πρόγραμμα Αγγειακής Βιολογίας στο Boston Children’s. «Αν διατηρήσουμε τους όγκους σε λήθαργο ή έστω καθυστερήσουμε την ανάπτυξή τους, θα μπορούσαμε να τους αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικότερα».
Ο ρόλος της παχυσαρκίας στην αγγειογένεση που αφυπνίζει τον καρκίνο
Οι ερευνητές μελέτησαν παχύσαρκα ποντίκια σε εμμηνόπαυση, ώστε να παρατηρήσουν την αγγειογένεση του όγκου σε πραγματικό χρόνο. Στη συνέχεια χορήγησαν ενέσιμα κύτταρα ανθρώπινου όγκου του μαστού, που έφεραν το ένζυμο λουσιφεράση, στα μαστικά λιπώδη επιθέματα τόσο των παχύσαρκων, όσο και των αδύνατων ποντικών.
Τέλος, για να ανιχνεύσουν την εισβολή νέων αιμοφόρων αγγείων στους όγκους, χορήγησαν ενέσιμα μια άλλη ένωση, τη λουσιφερίνη, στην κυκλοφορία του αίματος των ζώων. Όταν η λουσιφεράση και η λουσιφερίνη συναντώνται, σηματοδοτούν την δημιουργία νέων αιμοφόρων αγγείων στον όγκο. Στη συνέχεια, παρακολούθησαν την ανάπτυξη του όγκου μέσω μιας σειράς απεικονιστικών μελετών.
Σε διάστημα 3-6 εβδομάδων, τα αιμοφόρα αγγεία άρχισαν να εισβάλλουν στους όγκους των παχύσαρκων ποντικών. Αντίθετα, οι όγκοι στα μη παχύσαρκα ποντίκια ήταν ακόμη αδρανείς στις 12 εβδομάδες.
Προχωρώντας την έρευνα, η Roy και οι συνεργάτες της διαπίστωσαν ότι τα λιποκύτταρα των παχύσαρκων ποντικών εκκρίνουν υψηλότερα επίπεδα ενώσεων που προκαλούν αγγειογένεση. Αυτά προφανώς επέτρεψαν στους όγκους να βγουν από τον λήθαργο και να αρχίσουν να εξελίσσονται. «Με την παχυσαρκία, τα λιποκύτταρα μεγαλώνουν πολύ, με αποτέλεσμα να λιμοκτονούν από οξυγόνο. Αυτό τα αναγκάζει να εκκρίνουν αγγειογόνους παράγοντες, ώστε να προκαλέσουν περισσότερα αιμοφόρα αγγεία και να αυξήσουν την παροχή οξυγόνου. Έτσι, ένας αδρανής όγκος στον ιστό περιβάλλεται από αυτό το φλεγμονώδες, αγγειογενετικό μικροπεριβάλλον και μπορεί να ενεργοποιηθεί».
Όταν τα παχύσαρκα ποντίκια έλαβαν σουνιτινίμπη (sunitinib) η λανθάνουσα κατάσταση του όγκου παρατάθηκε και η επιβίωση χωρίς όγκο αυξήθηκε. Η σουνιτινίμπη αναστέλλει πολλαπλούς υποδοχείς τυροσινικών κινασών (RTKs) που εμπλέκονται στην αύξηση του όγκου, τη νεοαγγειογένεση και τη μεταστατική εξέλιξη του καρκίνου.
Τα ούρα ως πιθανοί βιοδείκτες έγκαιρης διάγνωσης
Το επόμενο βήμα των ερευνητών είναι να επιβεβαιώσει αυτά τα ευρήματα σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με καρκίνο του μαστού, αξιοποιώντας τη βιοαποθήκη ούρων. Απώτερος στόχος ο έλεγχος των παχύσαρκων ή υπέρβαρων γυναικών για καρκίνο του μαστού, εξετάζοντας τα ούρα για βιοδείκτες που υποδεικνύουν ότι ένας όγκος αρχίσει να αναπτύσσεται. Όσες γυναίκες βγαίνουν θετικές στο τεστ μπορούν ενδεχομένως να υποβληθούν σε φαρμακευτική θεραπεία με τον αναστολέα αιμοφόρων αγγείων ή άλλα στοχευμένα φάρμακα, για να διατηρήσουν τον καρκίνο σε αδράνεια ή τουλάχιστον να τον επιβραδύνουν.
Σε μια σχετική έρευνα που βρίσκεται σε εξέλιξη, η ομάδα συνέκρινε τα δείγματα ούρων γυναικών πριν και μετά τη βαριατρική επέμβαση, για να δει εάν οι βιοδείκτες αλλάζουν. Εάν κάποια από τις γυναίκες αναπτύξει καρκίνο του μαστού, η ομάδα μπορεί να αναζητήσει δείκτες στα προηγούμενα δείγματα ούρων, που θα μπορούσαν να προβλέψουν τον καρκίνο.
Οι ερευνητές διερευνούν επίσης πώς αλλάζει ο λιπώδης ιστός στο πλαίσιο του καρκίνου μέσω μιας πρώτης στο είδος της βιοαποθήκης λιποκυττάρων από γυναίκες πριν και μετά την εμμηνόπαυση. Οι ερευνητές συνέκριναν λιπώδη ιστό που περιβάλλει όγκους μαστού που είχαν αφαιρεθεί χειρουργικά με υγιή ιστό από επέμβαση μείωσης στήθους. Απώτερος στόχος του εργαστηρίου είναι να αποκτήσει γνώσεις για τους καρκίνους που σχετίζονται με την παχυσαρκία γενικά.
«Η σχέση μεταξύ της παχυσαρκίας και διάφορων τύπων καρκίνου επιτέλους εκτιμάται», λέει η Moses. «Έχουμε την ευκαιρία να προσδιορίσουμε τους μηχανισμούς που κρύβονται πίσω από αυτές τις συσχετίσεις και να τους αξιοποιήσουμε για να αναπτύξουμε θεραπευτικά και διαγνωστικά μέσα».
Διαβάστε ακόμη:
Η διατροφή – «κλειδί» για την πρόληψη και αντιμετώπιση σοβαρών νόσων
Παχυσαρκία: Επαναστατική θεραπεία από άμμο «δεσμεύει» λίπη και σάκχαρα