Αν τα λιπαρά ψάρια δεν είχαν ρύπους, η κατανάλωσή τους θα μείωνε τον κίνδυνο σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2. Ωστόσο, οι ρύποι στο ψάρι φέρνουν αντίθετα αποτελέσματα και φαίνεται να μειώνουν τις προστατευτικές ιδιότητες από την κατανάλωση λιπαρών ψαριών. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξαν ερευνητές από το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Chalmers στη Σουηδία, σε δημοσίευση που έκαναν στο The Journal of Nutrition.
Η έρευνα σχετικά με την επίδραση της κατανάλωσης ψαριών στον κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη έχει οδηγήσει σε αμφιλεγόμενα αποτελέσματα τα τελευταία χρόνια. Ορισμένες μελέτες έδειξαν ότι η αυξημένη κατανάλωση ψαριών μειώνει τον κίνδυνο σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, την ώρα που άλλες δείχνουν ότι δεν έχει καμία επίδραση, και κάποιες δείχνουν ότι τείνει να αυξάνει τον κίνδυνο. Οι ερευνητές από το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Chalmers στη μελέτη τους διατείνονται ότι βρήκαν μία πιθανή εξήγηση για αυτό το μωσαϊκό διαφορετικών απαντήσεων.
«Καταφέραμε να διαχωρίσουμε την επίδραση των ψαριών στον κίνδυνο εκδήλωσης σακχαρώδη διαβήτη, από την επίδραση των διάφορων περιβαλλοντικών ρύπων που βρίσκονται στα ψάρια», δήλωσε η Lin Shi, Διδάκτωρ στην επιστήμη Τροφών και Διατροφής. «Η μελέτη μας έδειξε ότι η κατανάλωση ψαριού, δεν είχε επίδραση στον κίνδυνο σακχαρώδους διαβήτη. Όταν εξαλείψαμε την επίδραση των περιβαλλοντικών ρύπων με τη βοήθεια μιας νέας αναλυτικής μεθόδου βαθιάς μάθησης καταφέραμε να δούμε ότι τα ψάρια αυτούσια προσφέρουν ξεκάθαρα προστασία έναντι του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2».
«Η προστασία προέρχεται κατά κύριο λόγο από τα λιπαρά ψάρια. Παράλληλα όμως διαπιστώσαμε μία σχέση μεταξύ της υψηλής πρόσληψης λιπαρών ψαριών και της υψηλής περιεκτικότητας σε περιβαλλοντικούς ρύπους στο αίμα», συνεχίσει η Δρ. Shi.
Οι περιβαλλοντικοί ρύποι που μετρήθηκαν στην εν λόγω μελέτη είναι επίμονοι οργανικοί ρύποι (POPs), όπως διοξίνες, DDT και PCB. Προηγουμένη έρευνα έχει δείξει ότι ενδέχεται να σχετίζονται με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Η μεταβαλλόμενη επίδραση των ψαριών στον κίνδυνο σακχαρώδους διαβήτη σε διαφορετικές μελέτες θα μπορούσε να οφείλεται στην πρόσληψη ψαριών από περιοχές με διαφορετικά επίπεδα μόλυνσης.
Οι ερευνητές του Πανεπιστήμιου Chalmers χρησιμοποίησαν επίσης μία νέα μέθοδο για να εντοπίσουν τι είχαν φάει οι συμμετέχοντες στη μελέτη, σαν ένα συμπλήρωμα στα ερωτηματολόγια για τις διατροφικές τους συνήθειες.
«Χρησιμοποιώντας μία τεχνική γνωστή και ως φασματομετρία μάζας που βασίζεται στη μεταβολομική, εντοπίσαμε γύρω στους 30 βιοδείκτες στα δείγματα του αίματος, λόγου χάρη για συγκεκριμένα μόρια που αποκάλυπταν πόσα ψάρια είχε καταναλώσει κάθε συμμετέχων», δήλωσε η Δρ. Shi.
«Η μεταβολομική ανάλυση και ο νέος τρόπος ανάλυσης δεδομένων μας δίνουν νέες ευκαιρίες να διακρίνουμε τις επιδράσεις διαφορετικών εκθέσεων οι οποίες σχετίζονται. Αυτό είναι πολύ σημαντικό καθώς γενικά είναι δύσκολο να καθοριστεί αν ο κίνδυνος εκδήλωσης μίας νόσου οφείλεται στη διατροφή, τους περιβαλλοντικούς ρύπους ή αμφότερους τους παράγοντες», δηλώνει ο Καθηγητής Τροφών και Διατροφής Rikard Landberg.