Σήμα κινδύνου εκπέμπουν οι ελληνικές παραγωγικές φαρμακοβιομηχανίες, προκειμένου να ανακοπεί η εξοντωτική, όπως τη χαρακτηρίζουν, άμεση και έμμεση φορολόγηση που απειλεί τη βιωσιμότητά τους και φτάνει έως και το 70% του τζίρου τους.
Όπως επισημαίνει σε ανακοίνωσή της η Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ), ο πολύ υψηλός φόρος των επιχειρήσεων σε συνδυασμό με το ύψος των οικονομικών μέτρων clawback (υποχρεωτική επιστροφή της υπέρβασης της κλειστής φαρμακευτικής δαπάνης) και rebate (υποχρεωτική έκπτωση στο κράτος) έχουν ως αποτέλεσμα «την αδιανόητη επιβάρυνση της παραγωγής φαρμάκων στη χώρα μας» και καθιστούν αδύνατη «όχι μόνο την υγιή επιχειρηματική δραστηριότητα αλλά και την ίδια τη βιωσιμότητα των παραγωγικών μονάδων της φαρμακοβιομηχανίας».
Οι εκπρόσωποι αυτού του σημαντικού παραγωγικού κλάδου εμφανίζονται απαισιόδοξοι υπό τις παρούσες συνθήκες και θεωρούν ορατό «τον κίνδυνο απαξίωσης ενός κλάδου που προσφέρει σημαντικές προστιθέμενες αξίες στην οικονομία και συμβάλλει αποφασιστικά στην απασχόληση».
«Τα ποσά των rebate και clawback στη χώρα μας είναι σχεδόν 400% υψηλότερα από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ποτέ και πουθενά στον κόσμο, τα rebate και clawback δεν εφαρμόστηκαν με τέτοια ένταση και για τόσο μακρύ χρονικό διάστημα» υπογραμμίζει στην ανακοίνωσή της η ΠΕΦ.
Η κλειστή φαρμακευτική εξωνοσοκομειακή δαπάνη για το τρέχον έτος ανέρχεται σε 1,945 δισ ευρώ, ενώ όπως δείχνουν τα στοιχεία της αγοράς για τους πρώτους μήνες του 2019 το clawback που θα κληθούν να επιστρέψουν οι φαρμακευτικές εταιρίες αγγίζει τα 600 εκατ. ευρώ.
«Μοναδικό φαινόμενο» το clawback στα γενόσημα
Όμως το πρόβλημα, κατά τις ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες δεν βρίσκεται μόνο στο ύψος των επιστροφών αλλά και στον τρόπο με τον οποίο αυτές κατανέμονται. «Η επιβάρυνση στην Ελλάδα των γενοσήμων και των παλαιών φαρμάκων με τεράστια clawback αποτελεί μοναδικό φαινόμενο που δεν απαντάται σε καμία ευρωπαϊκή χώρα» επισημαίνουν οι εκπρόσωποι της φαρμακοβιομηχανίας.
Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία τονίζει ακόμη ότι η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι τα γενόσημα και τα παλαιά οικονομικά φάρμακα αποτελούν ουσιώδη παράγοντα ισορροπίας της αγοράς. Κι αυτό διότι «όχι μόνο δεν αυξάνουν τη φαρμακευτική δαπάνη αλλά, αντίθετα, όσο περισσότερο χρησιμοποιούνται, δημιουργούν σημαντικές εξοικονομήσεις γιατί αποτρέπουν τη χρήση ακριβότερων θεραπειών. Η επιβολή clawback στα γενόσημα και τα παλαιά φάρμακα αποτελεί μια λανθασμένη πολιτική που, πέραν του γεγονότος ότι αντιμάχεται τους στόχους της δημοσιονομικής εξυγίανσης, αποτελεί άδικη επιβάρυνση, η οποία δεν τους αναλογεί» εξηγούν.
Κινδυνεύουν με απόσυρση 500 καταξιωμένα φάρμακα
Σύμφωνα με την ΠΕΦ, ακολουθείται στρεβλή πολιτική στο θέμα των γενοσήμων και οι συνέπειες είναι απειλητικές αφενός για τον κλάδο, αφετέρου για τους Έλληνες ασθενείς. Σε ό,τι αφορά τη φαρμακοβιομηχανία υπογραμμίζεται πως «αντιμετωπίζει, έξω από κάθε λογική, το φάσμα της δημιουργίας μιας νέας γενιάς υπερχρεωμένων επιχειρήσεων στους κόλπους της». Οι δε ασθενείς θα βρεθούν αντιμέτωποι με τις ελλείψεις φαρμάκων, καθώς «σχεδόν 500 κωδικοί παλαιών καταξιωμένων και οικονομικών φαρμάκων κινδυνεύουν με απόσυρση, αφού η διατήρηση τους σε κυκλοφορία είναι πρακτικά αδύνατη».
Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία ζητεί από την πολιτεία την αύξηση του πολύ χαμηλού προϋπολογισμού της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, επισημαίνοντας πως σήμερα βρίσκεται πολύ χαμηλότερα από τα επίπεδα των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Ζητεί ακόμη τον επανασχεδιασμό ενός συστήματος για τη δικαιότερη κατανομή του clawback, στο πλαίσιο του οποίου κάθε κατηγορία φαρμάκων θα επιβαρύνεται για την υπέρβαση του ορίου της δαπάνης που η ίδια προκαλεί. Τέλος, η ΠΕΦ καλεί τους αρμόδιους να αναλάβουν την υλοποίηση σειράς μέτρων που θα δώσουν αναπτυξιακή ώθηση στον κλάδο, όπως η δυνατότητα συμψηφισμού του clawback με επενδύσεις σε έρευνα, ανάπτυξη και παραγωγή.