Η 7η έκθεση με τίτλο «Προκλήσεις και προτιμήσεις στην πορεία φροντίδας ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα στην Ευρώπη» διερεύνησε τις εμπειρίες και τις συστάσεις των ατόμων που έχουν διαγνωστεί με καρκίνο του πνεύμονα, από την εμφάνιση της νόσου έως τη διάγνωση, τη θεραπευτική αγωγή και τη μετέπειτα παρακολούθηση.
Τα δεδομένα συλλέχθηκαν μέσω μιας αυτοσυμπληρούμενης διαδικτυακής έρευνας, στην οποία συμμετείχαν 991 άτομα που διαγνώστηκαν με καρκίνο του πνεύμονα στην Περιφέρεια Ευρώπης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ).
Τα βασικότερα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν οι ερευνητές αναλύοντας τα στοιχεία είναι:
α) οι σημαντικές καθυστερήσεις από τα πρώτα σημάδια του καρκίνου του πνεύμονα μέχρι τη διάγνωση της ασθένειας, καθώς το 84% των συμμετεχόντων θέτουν ως πρώτη προτεραιότητα την παροχή υπηρεσιών ταχείας παρακολούθησης για τη βελτίωση της εμπειρίας της πορείας διάγνωσης,
β) η ανάγκη εφαρμογή προγραμμάτων προσυμπτωματικού ελέγχου του καρκίνου του πνεύμονα αφού χαρακτηρίστηκε ως το πιο χρήσιμο μέτρο για την έγκαιρη διάγνωση της νόσου (64%) και
γ) μόνο το 53% των συμμετεχόντων επιβεβαίωσαν ότι είχαν λάβει και κατανοήσει όλη την πληροφόρηση που χρειάζονταν πριν συναινέσουν στη θεραπεία τους.
Μεγάλη αναμονή για γιατρό
Σε κορυφαία πρόκληση για τους ασθενείς αναδεικνύονται οι χρόνοι αναμονής των ασθενών για να επικοινωνήσουμε με γιατρό στην προσπάθεια να διαγνωστούν με καρκίνο του πνεύμονα, όπως φαίνεται στην 7η Έκθεση LuCE Report. ένας σημαντικός αριθμός συμμετεχόντων περίμενε περισσότερο από ένα μήνα από την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων μέχρι να επικοινωνήσει με τον ιατρό του (40%), μέχρι να κλείσει ραντεβού πρωτοβάθμιας περίθαλψης (20%), για να επισκεφθεί έναν πνευμονολόγο (27,3%) και να λάβει διάγνωση από την πρώτη επίσκεψη σε ειδικό ιατρό (28,2%).
Ως εκ τούτου η πρώτη προτεραιότητα της πλειονότητας των συμμετεχόντων στην έρευνα (84%) ήταν η ανάγκη υπηρεσιών ταχείας παρακολούθησης για μείωση του χρόνου αναμονής, μετα αμέσως επόμενα ποσοστά να επιλέγουν την παροχή ενός σημείου επαφής εντός της ομάδας υγειονομικής περίθαλψης (73%) και την παροχή ενός σχεδίου δράσης σχετικά με τη διαγνωστική διαδικασία (72%).
Επίσης, οι ασθενείς θεωρούν ότι οι ταχείες διαγνωστικές οδοί θα συντομεύσουν αυτήν την αγχωτική χρονική περίοδο· ωστόσο, σύμφωνα με τους συμμετέχοντες στην έρευνα, το μέτρο που θα βοηθούσε περισσότερο στην έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του πνεύμονα είναι η εφαρμογή προγραμμάτων προσυμπτωματικού ελέγχου (64%).
Σύμφωνα με την Anne-Marie Baird, Πρόεδρος του LuCE, «η εφαρμογή Αξονικής Τομογραφίας Θώρακος Χαμηλής Δόσης (LDCT) είναι η καλύτερη επιλογή που θα αλλάξει τα δεδομένα στη διάγνωση αυτής της νόσου. Μπορεί να σώσει τις ζωές πολλών αγαπημένων μας προσώπων μέσω έγκαιρης διάγνωσης και η εφαρμογή της πρέπει να θεωρείται προτεραιότητα στις ευρωπαϊκές χώρες».
Έλλειψη πληροφόρησης για τις θεραπείες
Κενό ενημέρωσης σε ό,τι αφορά στις θεραπείες για τον καρκίνο του πνεύμονα εντοπίζει επίσης η Έκθεση.
Συγκεκριμένα, οι συμμετέχοντες ανέφεραν έλλειψη πληροφόρησης πριν από τη θεραπεία, ειδικά όταν έλαβαν φαρμακοθεραπεία: το 47% των συμμετεχόντων δεν έλαβαν ή δεν κατανόησαν όλη την πληροφόρηση που χρειάζονταν για την κατάλληλη κοινή λήψη αποφάσεων.
Η πληροφόρηση σχετικά με τις διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές (79%), τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα κάθε επιλογής (74%) και τις πιθανές παρενέργειες και κινδύνους (70%) αναφέρθηκαν ως τα πιο σημαντικά ζητήματα στη λήψη αποφάσεων θεραπευτικής αγωγής. Οι συμμετέχοντες πρότειναν επίσης τη χρήση απλών λέξεων (56%) και ανέδειξαν την αξία της συνομιλίας με έναν ειδικό (51%) για την καλύτερη κατανόηση των ιατρικών πληροφοριών.
Επίσης, η πρόσβαση σε διεπιστημονική και υψηλής ποιότητας ολοκληρωμένη φροντίδα είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που σχετίζονται με τον καρκίνο του πνεύμονα. Ωστόσο, το 35,4% αναγνώρισε ότι οι συνολικές ανάγκες τους δεν αντιμετωπίστηκαν επαρκώς από τις ομάδες υγειονομικής περίθαλψης. Οι κύριες προτεραιότητες που αναφέρθηκαν αφορούσαν τη βελτίωση της υποστήριξης για τη διαχείριση των παρενεργειών (ιδιαίτερα τη διαχείριση του πόνου), περισσότερες πληροφορίες και καθοδήγηση σχετικά με τις κλινικές μελέτες(48%) και συναισθηματικές και κοινωνικές ανάγκες (40%).
Τέλος, η επικοινωνία μεταξύ των ατόμων με καρκίνο του πνεύμονα και των επαγγελματιών υγείας είναι ζωτικής σημασίας για την ποιοτική υποστηρικτική φροντίδα κατά την πορεία της νόσου. Ωστόσο, οι μισοί συμμετέχοντες (49,2%) δεν έχουν μοιραστεί όλες τις πτυχές της κατάστασης της υγείας τους με την ομάδα υγειονομικής τους περίθαλψης. Προτάθηκαν τα ακόλουθα μέτρα για τη βελτίωση της διαδικασίας επικοινωνίας: πρόσβαση σε παραϊατρικούς επαγγελματίες υγείας, ειδικούς στον καρκίνο (44%), μεγαλύτερη διάρκεια ιατρικών επισκέψεων (44%) και ύπαρξη κεντρικού σημείου επαφής (44%).
«Τα άτομα με καρκίνο του πνεύμονα χρειάζονται πλήρη, ολοκληρωμένη και κατανοητή πληροφόρηση που θα διευκολύνει την κοινή λήψη αποφάσεων. Η καλή επικοινωνία με την κλινική ομάδα είναι κρίσιμη και απαιτείται μεγάλη βελτίωση για την καθιέρωση κοινής λήψης αποφάσεων στον πραγματικό κόσμο», τονίζει η πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τον Καρκίνο του Πνεύμονα (LuCE).
Ειδήσεις σήμερα:
ΕΟΔΥ: Εντάχθηκε επίσημα στη Διεθνή Ένωση Εθνικών Ινστιτούτων Δημόσιας Υγείας
Κίνα: Προς χαλάρωση η πολιτική για «μηδενική Covid» μετά τις διαδηλώσεις
Μεγαλύτερος ο κίνδυνος μακράς Covid-19 για τις γυναίκες ιδίως τις υπέρβαρες