Η παχυσαρκία σήμερα αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα μεταβολικά και διατροφικά προβλήματα για τις προηγμένες κοινωνίες. Η εξάπλωση της παχυσαρκίας εξαρτάται τόσο από την ποσότητα της τροφής που καταναλώνουμε, όσο κυρίως από την ποιότητα της και τον τρόπο ζωής μας.
Η αφθονία αγαθών, ο υπερκαταναλωτισμός και η καθιστική ζωή, σε συνδυασμό με το άγχος και τις ευκολίες στη διαβίωση που προσφέρει η τεχνολογία, αυξάνουν τον αριθμό των παχύσαρκων ατόμων. Πρόκειται για μια σοβαρή απειλή για την υγεία. Για τους παχύσαρκους, τόσο η ποιότητα ζωής, όσο και η διάρκειά της μειώνονται, αφού τα άτομα αυτά εμφανίζουν συχνότερα πολλές και σημαντικές συννοσηρότητες, συγκρινόμενα με άτομα φυσιολογικού βάρους.
Η παχυσαρκία συνυπάρχει συχνότατα με μείζονες παράγοντες κινδύνου Καρδιαγγειακών Νοσημάτων (ΚΑΝ), όπως δυσλιπιδαιμία, υπέρταση και ΣΔτ2, πιθανότατα δε συνδέεται με αυτούς και αιτιολογικά. Εξ άλλου, ο κίνδυνος εμφάνισης ΣΔτ2 σε άτομα με σοβαρή παχυσαρκία (BMI >40 kg/m2) αυξάνει 93 φορές στις γυναίκες και 42 φορές στους άνδρες σε σχέση με άτομα με φυσιολογικό βάρος. Αντίστοιχα, τα άτομα που πάσχουν από ΣΔτ2 το 80 έως 85% είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα.
Στην εμφάνισή της συμβάλλουν γενετικοί, περιβαλλοντικοί και ψυχολογικοί παράγοντες.
Τα άτομα με ΣΔτ2, τα οποία είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα και αισθάνονται έτοιμα να προχωρήσουν σε τροποποίηση του τρόπου ζωής τους πρέπει να ακολουθήσουν ένα πρόγραμμα διατροφής, σωματικής δραστηριότητας και συμπεριφορικής αλλαγής, προκειμένου να επιτύχουν και να διατηρήσουν απώλεια σωματικού βάρους 5%.
Διαιτολογικές Παρεμβάσεις
Η απώλεια βάρους μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη δημιουργία αρνητικού ισοζυγίου ενέργειας που θα προκύψει από τη μείωση του ποσού της προσλαμβανόμενης τροφής κατά τουλάχιστον 500-750 Kcal από τις υπολογιζόμενες ημερήσιες ανάγκες. Αδρά, τα συνιστώμενα διαιτολόγια θα πρέπει θερμιδικά να είναι στα 1.200 – 1.500 Kcal/ ημέρα για τις γυναίκες και 1.500 – 1.800 Kcal / ημέρα για τους άνδρες.
Δεν υπάρχει ένα ενιαίο σχήμα για όλα τα άτομα με ΣΔ και ο σχεδιασμός γευμάτων θα πρέπει να εξατομικεύεται ως προς τον αριθμό των γευμάτων, την κατανομή τους κατά τη διάρκεια της ημέρας και την αναλογία μακροθρεπτικών συστατικών του. Οι μελέτες δείχνουν ότι δεν υπάρχει μία ιδανική αναλογία μακροθρεπτικών συστατικών, δηλαδή ένα ιδανικό ποσοστό θερμίδων από υδατάνθρακες, πρωτεΐνες και λίπη για όλα τα άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη.
Η βέλτιστη πρόσληψη μακροθρεπτικών συστατικών για άτομα με παχυσαρκία και ΣΔτ2 είναι άγνωστη. Δίαιτες με ισοδύναμες θερμιδικές προσλήψεις οδηγούν σε παρόμοια απώλεια βάρους και έλεγχο γλυκόζης ανεξάρτητα από την αναλογία των μακροθρεπτικών τους συστατικών. Η μεσογειακή διατροφή, η δίαιτα DASH (Dietary Approaches to Stop Hypertension) και οι χορτοφαγικές δίαιτες, αποτελούν παραδείγματα υγιεινών τρόπων διατροφής που έχουν δείξει θετικά ερευνητικά αποτελέσματα στη διαχείριση του διαβητικού ασθενούς. Οι προσωπικές προτιμήσεις, οι εξατομικευμένες ανάγκες και οι στόχοι του κάθε ατόμου με διαβήτη ξεχωριστά θα πρέπει να κατευθύνουν την επιλογή του προτεινόμενου διατροφικού σχήματος αφού όλα έχουν μεταβολικά οφέλη.
Η διαλειμματική νηστεία (IF-Intermittent Fasting) είναι μία από τις πιο πρόσφατες τάσεις παγκοσμίως, καθώς το χρονοδιάγραμμά της και λιγότερο το περιεχόμενο της φαίνεται ότι μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό «όπλο» για τον οργανισμό του ανθρώπου, προκαλώντας μεταβολικές αλλαγές. Πρόκειται για ένα μοτίβο διατροφής που περιλαμβάνει χρονικά «παράθυρα» στα οποία ο οργανισμός δεν λαμβάνει καθόλου τροφή και «παράθυρα» στα οποία καταναλώνει κανονικά γεύματα. Γι’ αυτό και δεν θεωρείται «δίαιτα», αλλά περισσότερο τρόπος διατροφής.
Υπάρχουν διάφορα πρωτόκολλα διαλειμματικής νηστείας, όπως νηστεία σε εναλλασσόμενες ημέρες, νηστεία ολόκληρη την ημέρα ή χρονικά περιορισμένη σίτιση. Η πιο δημοφιλής μέθοδος -και πιο εύκολη στην εφαρμογή- ονομάζεται πρωτόκολλο περιορισμένης χρονικά σίτισης ή μέθοδος 16:8. Σε αυτή τη μέθοδο παραλείπεται το πρωινό γεύμα (και το πρόγευμα) και περιορίζονται τα γεύματα της ημέρας σε διάστημα οκτώ ωρών, για παράδειγμα 13.00 με 21.00. Στη συνέχεια απαγορεύεται η σίτιση για 16 ώρες. Στις ώρες «αναμονής» συμπεριλαμβάνεται ο ύπνος, αλλά και οι ώρες εργασίας. Αυτό το μοντέλο διατροφής δεν αποτελεί όμως ακόμα επίσημη σύσταση από οργανισμούς, όπως ο ADA για τα άτομα με ΣΔ.
Με βάση τους υπέρμαχους της διαλειμματικής νηστείας, το διατροφικό αυτό μοντέλο αντιμετωπίζεται ως ωφέλιμο για τον ανθρώπινο οργανισμό, καθώς με την εφαρμογή του συντελείται απώλεια λίπους και αύξηση της μυϊκής μάζας. Τα επίπεδα ινσουλίνης πέφτουν σημαντικά, και τα χαμηλότερα αυτά επίπεδα κάνουν το αποθηκευμένο λίπος πιο «διαθέσιμο» προς κατανάλωση, ενώ τα κύτταρα κατά τις ώρες της νηστείας ενεργοποιούν μηχανισμούς αναδόμησης, με τους οποίους απομακρύνουν «παλιές» και δυσλειτουργικές πρωτεΐνες από το εσωτερικό των κυττάρων.
Την ίδια ώρα, η κατανάλωση λιγότερων γευμάτων, οδηγεί συνήθως σε απώλεια βάρους, εφόσον λόγο χρονικών περιορισμών περιορίζονται οι θερμίδες που λαμβάνει ο οργανισμός μέσα στην ημέρα. Φυσικά, αν κάποιος καταναλώσει πολύ «βαριά» γεύματα, πλούσια σε ενέργεια τις ώρες που επιτρέπεται να τραφεί, μπορεί και να μην χάσει καθόλου βάρος στο τέλος. Πέρα από την απώλεια βάρους, η διαλειμματική νηστεία, σύμφωνα με περιορισμένα ερευνητικά δεδομένα, φαίνεται ότι βοηθά στη μείωση των φλεγμονών στο σώμα, στη μείωση της «κακής» χοληστερόλης και των τριγλυκεριδίων στην πρόληψη του καρκίνου, στην προστασία από το Αλτσχάιμερ και στην αντιγήρανση.
Η διαλειμματική νηστεία δεν είναι για τον καθένα. Αν κάποιος είναι υπερβολικά αδύνατος ή έχει ιστορικό διατροφικών διαταραχών δεν θα πρέπει να νηστέψει, χωρίς πρώτα να συμβουλευτεί ένα ειδικό. Προσεκτικοί πρέπει να είναι και όσοι πάσχουν από διαβήτη, όσοι λαμβάνουν φάρμακα που απαιτούν λήψη τροφής, όσοι βρίσκονται σε ενεργό στάδιο ανάπτυξης (παιδιά/έφηβοι), καθώς και οι έγκυες ή οι λεχώνες που θηλάζουν. Σε κάθε περίπτωση, η εξατομικευμένη αλλαγή τρόπου ζωής (διατροφή – σωματική δραστηριότητα), όταν προσαρμόζεται στις προτιμήσεις του ατόμου με ΣΔ, τις ενεργειακές του ανάγκες και τη συνολική κατάσταση της υγείας του, υπό τη σταθερή καθοδήγηση ειδικών, παραμένει ουσιαστικά ακρογωνιαίος λίθος στη διαχείριση του βάρους.
Σωματική Δραστηριότητα
Παράλληλα με τη διαιτολογική παρέμβαση, θα πρέπει να ενισχύεται η καθημερινή σωματική δραστηριότητα. Η σωματική δραστηριότητα είναι ένας γενικός όρος που περιλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες που αυξάνουν τη δαπάνη ενέργειας. Η άσκηση είναι μια πιο συγκεκριμένη μορφή φυσικής δραστηριότητας που είναι δομημένη και έχει σχεδιαστεί για να βελτιώσει τη φυσική κατάσταση του ατόμου. Τόσο η σωματική δραστηριότητα, όσο και η άσκηση είναι σημαντικές συνιστώσες στη διαχείριση του ΣΔ.
Πιο συγκεκριμένα, η σωματική άσκηση αυτή καθ’ αυτή βελτιώνει και διευκολύνει τον γλυκαιμικό έλεγχο του ατόμου με ΣΔ, αυξάνει την ινσουλινοευαισθησία και βελτιώνει το λιπιδαιμικό του προφίλ. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί πως η φυσική άσκηση περιορίζει την ένταση της χαμηλού βαθμού υποκείμενης φλεγμονώδους διεργασίας που βρίσκεται εν εξελίξει (low-grade inflammation), επιδρά θετικά στην ενδοθηλιακή και αγγειακή λειτουργία, ενώ τέλος καταγράφεται σημαντικό όφελος στη μείωση του σωματικού βάρους. Το εκάστοτε πρόγραμμα άσκησης θα πρέπει να είναι στόχο-κατευθυνόμενο για την επίτευξη του μέγιστου μεταβολικού και καρδιαγγειακού οφέλους σε άτομα με ΣΔτ2, καθώς επίσης και ιδιαίτερα εξατομικευμένο, με παράλληλη αποφυγή σωματικών τραυματισμών ή/και καρδιαγγειακών κινδύνων.
Γενικές Συστάσεις
Τα παιδιά και οι έφηβοι με ΣΔτ2 θα πρέπει να συμμετέχουν σε 60 λεπτά/ημέρα μέτριας ή έντονης έντασης αερόβια δραστηριότητα, συγχρόνως είναι σημαντικό να ενσωματώσουν στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα άσκησης τους ασκήσεις μυϊκής ενδυνάμωσης και ενδυνάμωσης των οστών, τουλάχιστον 3 ημέρες την εβδομάδα. Οι ενήλικες με ΣΔτ2 πρέπει να συμμετέχουν σε 150 λεπτά ή περισσότερο μέτριας έως έντονης έντασης αερόβια άσκηση ανά εβδομάδα, που να κατανέμεται τουλάχιστον σε 3 ημέρες/εβδομάδα, χωρίς περισσότερες από δυο διαδοχικές ημέρες χωρίς δραστηριότητα. Η βραχύτερης διάρκειας (τουλάχιστον 75 λεπτά/εβδομάδα) υψηλής έντασης άσκηση μπορεί να επαρκεί για τα νεότερα και πιο γυμνασμένα άτομα ενήλικα άτομα με ΣΔ2.
Παράλληλα, οι ενήλικες με ΣΔτ2 πρέπει να συμμετέχουν σε 2-3 συνεδρίες/εβδομάδα άσκησης αντοχής σε μη διαδοχικές ημέρες. Τα τελευταία χρόνια εκτός από την ενσωμάτωση στον τρόπο ζωής τη άσκησης δίνεται ιδιαίτερη έμφαση από την ερευνητική κοινότητα στον περιορισμό του καθιστικού τρόπου ζωής. Όλοι οι ενήλικοι, και ιδιαίτερα αυτοί που πάσχουν από ΣΔτ2, θα πρέπει να μειώσουν τον καθημερινό χρόνο καθιστικής συμπεριφοράς. Για το λόγο αυτό, συστήνεται η παρατεταμένη καθιστική συμπεριφορά να διακόπτεται κάθε 30 λεπτά. Στους μεγαλύτερους ασθενείς με ΣΔ2 συνιστώνται οι ασκήσεις ευελιξίας και ισορροπίας. Προτείνεται η ένταξη τους στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα με συχνότητα 2-3 φορές/εβδομάδα. Η γιόγκα και το taichi που αποτελούν παραδείγματα άσκησης ισορροπίας και ευελιξίας μπορούν να συμπεριληφθούν με βάση τις ατομικές προτιμήσεις για το σκοπό αυτό.
Προφυλάξεις
Σε άτομα με ΣΔτ2, δεν συνιστάται ο συστηματικός έλεγχος (screening) για στεφανιαία νόσο. Ωστόσο, θα πρέπει να λαμβάνεται προσεκτικό ιστορικό, να εκτιμώνται η ηλικία του ατόμου με ΣΔ και το προηγούμενο επίπεδο φυσικής δραστηριότητας, οι καρδιαγγειακοί παράγοντες κινδύνου και να είναι γνωστά τα άτυπα «σημάδια» εμφάνισης της στεφανιαίας νόσου. Ασφαλώς, τα άτομα με ΣΔ υψηλού κινδύνου για μακροαγγειακές επιπλοκές θα πρέπει να ενθαρρύνονται να ξεκινούν με σύντομες περιόδους άσκησης χαμηλής έντασης και να αυξάνουν αργά την ένταση και τη διάρκεια, έως ανεκτών ορίων.
Επίσης, θα πρέπει να αξιολογούνται για καταστάσεις στις οποίες ενδεχομένως υπάρχει αντένδειξη συγκεκριμένου τύπου άσκησης ή προδιάθεση για τραυματισμό, όπως η μη ελεγχόμενη υπέρταση, η μη θεραπευμένη παραγωγική αμφιβληστροειδοπάθεια, η νευροπάθεια του αυτόνομου νευρικού συστήματος, η περιφερική νευροπάθεια και το ιστορικό έλκους ποδιού ή αρθροπάθειας Charcot. Αποτελεί πάντως κοινό τόπο της επιστημονικής κοινότητας και μια πραγματική σύγχρονη πρόκληση, η ανεύρεση των τρόπων που θα καταστήσουν τελικά τη φυσική άσκηση ανεκτή, σταθερά παρούσα και αναπόσπαστο μέρος του θεραπευτικού πρωτοκόλλου του ατόμου με ΣΔτ2.