Τουλάχιστον 12 άνθρωποι έχουν πεθάνει στο Ιράκ φέτος εξαιτίας του πυρετού Κριμαίας-Κονγκό, σύμφωνα με νεότερο απολογισμό που ανακοινώθηκε χθες από τις υγειονομικές αρχές, οι οποίες προσπαθούν να περιορίσουν την εξάπλωση της ιογενούς ασθένειας, η οποία μεταδίδεται στον άνθρωπο από μολυσμένα ζώα, ιδίως βοοειδή.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η μετάδοση του ιού που προκαλεί αιμορραγικό πυρετό γίνεται «είτε μέσω τσιμπημάτων τσιμπουριών, ή μέσω της επαφής με το αίμα ή τους ιστούς μολυσμένων ζώων, κατά τη διάρκεια της σφαγής τους ή αμέσως μετά».
Τα περισσότερα κρούσματα (29) και οι μισοί θάνατοι (6) έχουν καταγραφεί στη Ντι Καρ, φτωχή επαρχία όπου κάτοικοι εκτρέφουν βοοειδή, πρόβατα, κατσίκια και βουβάλια, ζώα που είναι δυνητικοί ξενιστές του ιού που προκαλεί τον αιμορραγικό πυρετό Κριμαίας-Κονγκό.
«Δεν έχουμε φθάσει στο στάδιο της επιδημίας», καθησύχασε εκ νέου χθες Τρίτη ο κ. Μπαντρ σε δηλώσεις του στο Γαλλικό Πρακτορείο, αναγνωρίζοντας πάντως, όπως και την περασμένη εβδομάδα, ότι οι μολύνσεις είναι όντως «περισσότερες από την περασμένη χρονιά».
«Οι διαδικασίες που υιοθετούνται από τις διάφορες αρμόδιες αρχές δεν ανέρχονται στο ύψος των περιστάσεων, ειδικά σε ό,τι αφορά τον έλεγχο των σφαγείων ζώων», παραδέχθηκε.
Τις τελευταίες ημέρες επαρχίες ανακοινώνουν η μια μετά την άλλη τον εντοπισμό των πρώτων κρουσμάτων, όπως η Νατζάφ (κεντρικά) τη Δευτέρα, προηγουμένως η Νινευή (βόρεια) και το Κιρκούκ (βόρεια της Βαγδάτης).
Κατά το υπουργείο Υγείας, οι περισσότεροι άνθρωποι που μολύνθηκαν είναι «κτηνοτρόφοι ή εργαζόμενοι σε σφαγεία» ζώων.
Ο ιός έχει υψηλή θνητότητα, που κυμαίνεται από το 10 ως ακόμη και το 40% των κρουσμάτων. Μεταξύ ανθρώπων, η μετάδοση της ασθένειας μπορεί να γίνει μέσω της «άμεσης επαφής με το αίμα, τα περιττώματα, τα εκκρινόμενα υγρά ή τα όργανα αυτών που έχουν μολυνθεί», σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.