Ο Βαρόνος Μινχάουζεν ταυτίστηκε στο συλλογικό ασυνείδητο με τις μυθοπλασίες που εξύφαινε και διηγείτο για να τραβά την προσοχή. Έτσι έδωσε το όνομά του σε μια σύγχρονη ψυχιατρική διαταραχή, το «Σύνδρομο Μινχάουζεν» ή αλλιώς «Διαταραχή προσποίησης», κατά την οποία το άτομο ψευδολογεί περιγράφοντας ιατρικά συμπτώματα που αφορούν στο ίδιο ή σε κάποιο κοντινό του πρόσωπο, το οποίο βρίσκεται υπό τη φροντίδα του.
Στην τελευταία περίπτωση έχουμε το «Σύνδρομο Μινχάουζεν δια αντιπροσώπου», ενώ πολλές φορές η δράστιδα, που στο 91-95% των περιπτώσεων είναι η μητέρα, μπορεί να προκαλεί η ίδια την έκλυση των συμπτωμάτων αυτών, ακόμη και με θανατηφόρα έκβαση. Ένα σύγχρονο συμπεριφορικό ισοδύναμο της Αλθαίας, μητέρας του μυθικού Μελέαγρου που ενώ ήξερε πως ο γιος της θα πέθαινε όταν θα καιγόταν το κούτσουρο που ήταν στο τζάκι την ώρα της γέννησής του, το ξαναέβαλε η ίδια στη φωτιά. Όμως ο μύθος θέλει την Αλθαία να έχει αυτοκτονήσει, μετά την πράξη της, σε αντίθεση με τις σύγχρονες επιστημονικές έρευνες που καταγράφουν ποσοστό μόλις 1% αυτοκτονιών στις μητέρες που εμφανίζουν την κλινική εικόνα αυτής της διαταραχής, μαζί με απουσία τύψεων. Μιας διαταραχής που σχεδόν ποτέ δεν θα διαγνωσθεί με δια ζώσης κλινική εξέταση από κάποιον ψυχίατρο, γιατί εκεί που εμφανίζεται δεν υπάρχει αναγνώριση του προβλήματος και άρα αναζήτηση ιατρικής συνδρομής, παρά μονάχα λαίμαργη ανάγκη προσοχής και υπόδυσης του ρόλου του άρρωστου γονέα για κάλυψη του εσωτερικού κενού με τα αισθήματα ενδιαφέροντος, συμπάθειας και αλληλεγγύης που αυτός ο ρόλος προκαλεί.
Όμως μια ταριχευμένη και θολή επίκληση δεοντολογίας απαιτεί να είμαστε φειδωλοί στα διαγνωστικά συμπεράσματά μας, παρότι η διογκωμένη ψηφιακή σφαίρα προσφέρει πλέον επαρκές και διάφανο αποτύπωμα της ενδεχόμενης συμπεριφορικής παθολογίας οποιουδήποτε επιλέγει να εκτεθεί περισσότερο σε αυτήν. Παρότι, αν οι επιστημονικοί, κοινωνικοί και λοιποί φορείς είχαν ευαισθητοποιηθεί νωρίτερα, μπορεί η μικρή Τζωρτζίνα, τουλάχιστον, να ζούσε.
Συμφωνώ: το «Σύνδρομο Μινχάουζεν δια αντιπροσώπου», ή αλλιώς η «διαταραχή προσποίησης σε άλλο άτομο», δεν μπορεί να διαγνωσθεί εξ αποστάσεως από ψυχιάτρους, γιατί είναι δύσκολο να διαγνωσθεί ακόμη και με τη «δια ζώσης» κλινική εξέταση. Τίθεται ως τελική διάγνωση όταν προκύψουν αδιάσειστες αποδείξεις περί της ενσυνείδητης πρόκλησης αρρώστιας ή θανάτου στο παιδί από τον γονιό του. Τίθεται με τις πληροφορίες που μας δίνουν οι συνάδελφοι άλλων ειδικοτήτων, όπως της Παιδιατρικής, οι κάμερες των 24/ώρης καταγραφής Ηλεκτροεγκεφαλογράφων, οι Ιατροδικαστές και οι αστυνομικές και ανακριτικές αρχές. Αν επιλέξουμε τη σιωπή, τότε μπορούμε, μαζί με το απολιθωμένο κούτσουρο μιας αντίληψης για το «επιστημονικώς και ηθικώς δέον» που επιμένει να αγνοεί τη φαινομενολογία της ψηφιακής εποχής που έχει πια καταργήσει τις χωρικές, υλικές, ακόμη και τις διαγνωστικές αποστάσεις, να ανασκαλεύουμε, πλάι την Αλθαία τις στάχτες του Μελέαγρου, παραμυθολογώντας, μαζί με τον Μινχάουζεν περί «πολιτικής ορθότητας», για να κοιμίσουμε την ευθύνη του επιστήμονα και του ανθρώπου.
*Ο Χρίστος Χ. Λιάπης MD, MSc, PhD, είναι Ψυχίατρος – Διδάκτωρ του Παν/μίου Αθηνών, Πρόεδρος ΔΣ ΚΕΘΕΑ και Μέλος Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας