Τα μικρά παιδιά που δεν ακολουθούν κάποια ρουτίνα στον ύπνο τους, αλλά πέφτουν να κοιμηθούν αργά (μετά τις 9 το βράδυ) και σε ακανόνιστες ώρες, έχουν χειρότερες νοητικές και σχολικές επιδόσεις σε σχέση με όσα κοιμούνται πιο νωρίς και σε σχετικά σταθερές ώρες, σύμφωνα τους ειδικούς. Οι ίδιοι μάλιστα επισημαίνουν ότι η επίπτωση είναι μεγαλύτερη για τα κορίτσια από ό,τι για τα αγόρια.
Οι ερευνητές του University College του Λονδίνου, με επικεφαλής την καθηγήτρια Αμάντα Σάκερ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό για θέματα επιδημιολογίας «Journal of Epidemiology and Community Health», σύμφωνα με το BBC και τη βρετανική «Γκάρντιαν», εκτιμούν ότι ο άτακτος και ελλιπής ύπνος μπορεί να επιδράσει αρνητικά στην ανάπτυξη και την «πλαστικότητα» του εγκεφάλου των μικρών παιδιών.
Η έρευνα -που μελέτησε πάνω από 11.000 παιδιά ηλικίας τριών έως επτά ετών- έδειξε ότι η επίπτωση είναι πιο αισθητή για τα τρίχρονα παιδιά, τα οποία έχουν χειρότερα αποτελέσματα στα τεστ γλώσσας και μαθηματικών σε σχέση με τα συνομήλικά τους που κοιμούνται πιο πολύ και σε πιο τακτικές ώρες. Το βιολογικό «ρολόι» των παιδιών που δεν κοιμούνται σωστά, διαταράσσεται, με συνέπεια να μειώνεται η ικανότητα του εγκεφάλου τους να θυμάται και να συγκρατεί νέες πληροφορίες. Αυτό, όπως είπε η Σάκερ, θέτει αυτά τα παιδιά σε πιο μειονεκτική θέση καθώς μεγαλώνουν, πολύ περισσότερο που οι νοητικές επιπτώσεις φαίνεται να συσσωρεύονται διαχρονικά, όσο συνεχίζεται η διαταραχή στο μοτίβο του ύπνου.
Η ακριβής ώρα που πάει ένα παιδί για ύπνο, δεν φαίνεται να έχει μεγάλη σημασία για την ανάπτυξη του εγκεφάλου του, όμως η ανυπαρξία μιας «ρουτίνας ύπνου» είναι αυτή που έχει μεγαλύτερη επίπτωση. Πάντως η συνιστώμενη ώρα για τα μικρά παιδιά είναι να έχουν κοιμηθεί έως τις 20:30. Μια βασική αιτία για τον ακανόνιστο ύπνο των παιδιών είναι η παρακολούθηση τηλεόρασης τα βράδια, ιδίως όταν υπάρχει συσκευή μέσα στο υπνοδωμάτιό τους.