Οι Ευρωπαίοι του Νότου χρησιμοποιούν πολύ περισσότερα αντιβιοτικά από εκείνους του Βορρά και επιπλέον έχουν στο σώμα τους πολύ μεγαλύτερο αριθμό μικροβίων ανθεκτικών στα αντιβιοτικά. Αυτό αποκαλύπτει η δημοσίευση στο Science Advances μιας νέας επιστημονικής έρευνας που ανέλυσε δείγματα από 12 μονάδες επεξεργασίας λυμάτων σε επτά ευρωπαϊκές χώρες (Κύπρο, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιρλανδία, Γερμανία, Νορβηγία και Φινλανδία).
Η ευρωπαϊκή γενετική μελέτη υπολόγισε και μετά συνέκρινε τον αριθμό των γονιδίων που εμφανίζουν αντίσταση στα αντιβιοτικά, δίνοντας έτσι στα παθογόνα βακτήρια τη δυνατότητα να επιβιώνουν. Οι σύγχρονες μονάδες επεξεργασίας λυμάτων φαίνεται να είναι αρκετά αποτελεσματικές στην απομάκρυνση μικροοργανισμών ανθεκτικών στα αντιβιοτικά.
Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι επίσης δυνατό μια τέτοια μονάδα, υπό ορισμένες συνθήκες, να λειτουργήσει ως «θερμοκοιτίδα» ανάπτυξης ανθεκτικών βακτηρίων. Από τις 12 μονάδες που εξετάσθηκαν, βρέθηκε μία παλαιότερης τεχνολογίας (στην Πορτογαλία), όπου ο αριθμός των γονιδίων ανθεκτικών μικροοργανισμών ήταν μεγαλύτερος και όχι μικρότερος μετά τη διαδικασία της επεξεργασίας των λυμάτων.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τόσο η κατανάλωση αντιβιοτικών όσο και η μικροβιακή ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά είναι σαφώς μεγαλύτερη σε Κύπρο, Πορτογαλία, Ισπανία και Ιρλανδία, από ό,τι σε Γερμανία, Νορβηγία και Φινλανδία. Όσο μεγαλύτερη αναλογία ανθεκτικών μικροβίων υπάρχει στα λύματα πριν την επεξεργασία, τόσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό αυτών των μικροβίων που επιβιώνει από την επεξεργασία και καταλήγει στο περιβάλλον.
Οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμη σαφή εικόνα για το πόσο επικίνδυνη για την ανθρώπινη υγεία είναι αυτή η επιβίωση ενός ποσοστού ανθεκτικών μικροοργανισμών, καθώς τα λύματα μετά την επεξεργασία καταλήγουν στο περιβάλλον ή αξιοποιούνται για διάφορες χρήσεις, π.χ. για άρδευση γεωργικών καλλιεργειών, συνεπώς μπορεί να επιστρέφουν μέσω της τροφικής αλυσίδας εκεί από όπου ξεκίνησαν, το ανθρώπινο έντερο.