Γυρνάμε στο σπίτι μετά από μια κουραστική μέρα στη δουλειά και το μόνο που σκεφτόμαστε είναι το… κρεβάτι μας μετά από το χθεσινό ξενύχτι, με την ελπίδα ότι θα ξεκουραστούμε και θα αναπληρώσουμε τον χαμένο ύπνο. Φαίνεται όμως ότι θα κάνουμε μια τρύπα στο νερό, καθώς σύμφωνα με νέα ερευνητικά στοιχεία από το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν των ΗΠΑ, η μεσημεριανή σιέστα δε μπορεί να αποκαταστήσει το χαμένο χρόνο του βραδινού ύπνου.
Πολλές μελέτες έχουν πραγματοποιηθεί στο παρελθόν με στόχο να διερευνηθούν τα οφέλη ενός σύντομου υπνάκου μέσα στη μέρα, η μελέτη όμως του Εργαστήριου Sleep and Learning του Κρατικού Πανεπιστήμιου του Μίσιγκαν είναι μια από τις λίγες που θέλησε να μετρήσει την αποτελεσματικότητά τους και πώς επηρεάζει η έλλειψη ύπνου τις γνωστικές λειτουργίες και τις απλές καθημερινές διαδικασίες κατά τη διάρκεια της επόμενης μέρας.
Η ερευνητική διαδικασία
Η ερευνητική ομάδα μελέτησε 275 νέους οι οποίοι πέρασαν κάποιες γνωστικές δοκιμασίες το απόγευμα που έφτασαν στο εργαστήριο και έπειτα χωρίστηκαν τυχαία σε τρεις ομάδες: οι συμμετέχοντες της μιας ομάδας κοιμήθηκαν στο σπίτι τους, της δεύτερης ομάδας έμειναν στο εργαστήριο το βράδυ και κοιμήθηκαν είτε 30 είτε 60 λεπτά και η τρίτη ομάδα δεν κοιμήθηκε καθόλου.
Το επόμενο πρωί, οι συμμετέχοντες επανέλαβαν τις γνωστικές αυτές δοκιμασίες για να εκτιμηθεί πόσο είχε επηρεαστεί η προσοχή τους και η ικανότητα να μένουν συγκεντρωμένοι στην εκτέλεση διάφορων εργασιών με τη σωστή σειρά, χωρίς να επαναλαμβάνουν τα ίδια στάδια.
Διαπιστώθηκε ότι η ομάδα που διανυκτέρευσε στο εργαστήριο και κοιμήθηκε για μικρές περιόδους 30 ή 60 λεπτών δυσκολεύτηκαν λόγω της έλλειψης ύπνου και έκαναν περισσότερα λάθη σε σύγκριση με όσους κοιμήθηκαν κανονικά στο σπίτι τους.
Για ποιο λόγο όμως είχαν προβάδισμα όσοι κοιμήθηκαν ικανοποιητικά;
Όπως αναδεικνύουν τα ευρήματα, δεν έχει μόνο σημασία η ποσότητα αλλά η ποιότητα του ύπνου: «Αν και ένας σύντομος ύπνος δεν αποδεικνύεται ότι έχει μετρήσιμα αποτελέσματα στις δυσλειτουργίες που προκαλεί η έλλειψη ύπνου, διαπιστώσαμε ότι η ποσότητα του ύπνου αργών κυμάτων (SWS) συσχετίστηκε με λιγότερες δυσλειτουργίες που σχετίζονται με τη στέρηση του ύπνου», σημειώνει ο Kimberly Fenn, αναπληρωτής καθηγητής και διευθυντής του εργαστηρίου Sleep and Learning του Πανεπιστήμιου του Μίσιγκαν.
Κατά τη διάρκεια του ύπνου αργών κυμάτων (SWS), επίσης γνωστό ως βαθύ ύπνο, οι καρδιακοί παλμοί, οι μύες του σώματος και οι λειτουργίες του οργανισμού μας είναι πιο χαλαροί. Aυτή η φάση του ύπνου σύμφωνα με τον Kimberly Fenn είναι και η πιο σημαντική εξηγώντας ότι: «Όταν κάποιος μένει άυπνος για κάποια περίοδο, αυξάνεται η ανάγκη για ύπνο, και συγκεκριμένα εμφανίζεται η ανάγκη για τον ύπνο των αργών κυμάτων (SWS). Κάθε φορά που κάποιος κοιμάται το βράδυ, σύντομα θα βρεθεί σε αυτό το στάδιο και θα μείνουν εκεί για αρκετή ώρα». Με λίγα λόγια, όσο πιο πολύ κοιμηθούμε το βράδυ, τόσο περισσότερο θα κοιμηθούμε και ποιοτικά και θα καταφέρουμε να ξεκουραστούμε αποτελεσματικά.
Όσον αφορά τους συμμετέχοντες που κοιμήθηκαν στο εργαστήριο, κάθε 10 λεπτά που αυξανόταν ο ύπνος των αργών κυμάτων, τα λάθη τους μειώνονταν σε ποσοστό 4%. Παρόλα αυτά όμως, είχαν χειρότερη επίδοση από τους συμμετέχοντες που κοιμήθηκαν κανονικά.
Και εάν το ποσοστό αυτό σας φαίνεται μικρό, σκεφτείτε απλά πόσα λάθη θα μπορούσαν να προκληθούν και να κοστίσουν τη ζωή κάποιων ανθρώπων- όπως λάθη από χειρουργούς ή οδηγούς και χειριστές μηχανημάτων.
Διαβάστε επίσης:
Σας λείπει ύπνος; Καλύτερα να πετάξετε τα γλυκά από το σπίτι
Από ποια σοβαρή νόσο κινδυνεύουν όσοι κοιμούνται λιγότερο από έξι ώρες