Ζώντας τους τελευταίους 16 μήνες με έναν παγκόσμιο αόρατο εχθρό, τον κορωνοϊό, μικροί και μεγάλοι βιώνουμε σημαντικές αλλαγές, άλλοτε ραγδαίες και ορατές, άλλοτε σιωπηλές αλλά ανατρεπτικές, στην καθημερινότητά μας. Η υγεία (μας) βρίσκεται δυναμικά στο προσκήνιο και όλα όσα την αφορούν μοιάζουν να νοηματοδοτούν τη ζωή μας. Κι ενώ τα προληπτικά μέτρα για την αποφυγή μόλυνσης με τον κορωνοϊό, ο διαγνωστικός έλεγχος για την ανίχνευση της λοίμωξης COVID-19 και ο εμβολιασμός έναντι του ιού έχουν γίνει ρουτίνα, βοηθώντας μας να κερδίσουμε σε αυτόν τον διαρκή «κλεφτοπόλεμο» με τον κορωνοϊό, κατά το ίδιο διάστημα, της επιδημίας, χάσαμε τα αντανακλαστικά μας σε ό,τι αφορά τον προληπτικό, προσυμπτωματικό έλεγχο της υγείας μας και την άμυνά μας έναντι άλλων γνωστών «εχθρών», όχι νέων όπως ο κορωνοϊός.
Διεθνώς διαπιστώνεται μείωση κατά 68% των τεστ ΠΑΠ, κατά 64,7% του ελέγχου της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης και κατά 66,6% των λιπιδίων, κατά 17,4% και 33,8% του ελέγχου καρκινικών δεικτών CA 15-3 και CA 125, ενώ έχουν αυξηθεί το κάπνισμα και η κατανάλωση αλκοόλ, η ψυχολογική επιβάρυνση, αλλά και η παραμέληση των προβλεπόμενων εμβολιασμών που υπερβαίνει το 70%. Για τους ειδικούς τόσο η παράλειψη του προσυμπτωματικού ελέγχου όσο και του εμβολιαστικού προγράμματος βάσει της ηλικίας συνιστούν μείζονες κινδύνους για τη δημόσια υγεία, που ωστόσο μπορεί να αποδυναμωθούν ή και να εξαλειφθούν με συντονισμένες και στοχευμένες δράσεις.
Ωστόσο, η Ελλάδα βρέθηκε μέσα στη δίνη της επιδημίας έχοντας ήδη δομικά προβλήματα στο πεδίο του προληπτικού, προσυμπτωματικού ελέχγου, καθώς το σύστημα δημόσιας υγείας δεν είχε επενδύσει στην πρόληψη και την προαγωγή της υγείας τόσο όσο παρατηρείται σε άλλες αναπτυγμένες χώρες. Στη χώρα μας δεν έχει αναδειχθεί η συστηματική εμπλοκή της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας στην ανάπτυξη προγραμμάτων πρόληψης και προσυμπτωματικού ελέγχου ούτε έχει συζητηθεί η συμμετοχή του ίδιου του ασθενή στην αποτίμηση του κινδύνου για την υγεία του. Αν αναλογιστεί κάποιος ότι το 42% όλων των θανάτων στην Ελλάδα μπορούν να αποδοθούν σε συμπεριφορικούς παράγοντες κινδύνου (το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι 39%), συμπεριλαμβανομένων του καπνίσματος, των διατροφικών κινδύνων, της κατανάλωσης αλκοόλ και της χαμηλής σωματικής δραστηριότητας, αντιλαμβάνεται τις διαστάσεις του θέματος.
«Η πανδημία της CΟVΙD-19 έχει επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στα συστήματα υγείας, στους επαγγελματίες υγείας και στους ίδιους τους ασθενείς. Δυστυχώς ενίσχυσε τις προϋπάρχουσες ανισότητες στην έγκαιρη διάγνωση και πρόσβαση στη θεραπεία, ιδιαίτερα των ασθενών με χρόνια νοσήματα, με αποτέλεσμα να αναμένεται σημαντική αύξηση της νοσηρότητας και θνησιμότητας από διάφορα αίτια. Χειρουργεία ακυρώθηκαν ή αναβλήθηκαν, οι ίδιοι οι ασθενείς παραμελούν λόγω φόβου τα προβλήματα υγείας τους και διακόπτουν τη θεραπεία τους. Στη χώρα μας καταγράφηκε μείωση των εισαγωγών καρδιολογικών ασθενών κατά 45% στην πρώτη φάση της πανδημίας, με το 25% να αφορά ασθενείς με οξέα στεφανιαία σύνδρομα. Ακόμη, στη διεθνή βιβλιογραφία γίνεται αναφορά στο αυξημένο ποσοστό ασθενών με καρκίνο που θα αποβιώσουν χωρίς να έχουν λάβει προηγούμενη διάγνωση», τονίζει στο ygeiamou ο κ. Ελευθέριος Θηραίος. Προσθέτει, όμως, και το θετικό αυτού του μακρού, δύσκολου διαστήματος: ότι αναδείχθηκε η αξία της χρήσης ψηφιακών εφαρμογών στην υγεία, με το περίπου 50% των Ελλήνων ασθενών να είναι πλέον εξοικειωμένοι με την τεχνολογία, αξιοποιώντας σε μεγάλη έκταση την άυλη συνταγογράφηση, αλλά και την τηλεσυμβουλευτική.
Για ένα πετυχημένο πρόγραμμα προληπτικού ελέγχου
Η διενέργεια ατάκτως ερριμμένων μέσα στον χρόνο εξετάσεων (αιματολογικών, γυναικολογικών, απεικονιστικών) ενδέχεται να έχει το ίδιο αποτέλεσμα με την παράλειψή τους: να οδηγήσει σε μια θολή ή ατελή εικόνα για την υγεία του ατόμου. Η βασική προϋπόθεση ενός επιτυχούς και ουσιαστικού προγράμματος προληπτικού ελέγχου είναι καταρχάς η συστηματική προαγωγή υπηρεσιών υγείας, επισημαίνει ο κ. Θηραίος και συνεχίζει περιγράφοντας όλες τις προϋποθέσεις επιτυχίας. «Για την εφαρμογή στην πράξη συστηματικών υπηρεσιών πρόληψης της νόσου και προαγωγής της υγείας θα πρέπει αφενός να δημιουργηθεί κλίμα εμπιστοσύνης και αποτελεσματικής επικοινωνίας με τον λειτουργό υγείας, ώστε να πειστεί το άτομο να εμπλακεί σε ένα πρόγραμμα προληπτικής παρακολούθησης της υγείας του και αφετέρου οι ενέργειες παρέμβασης θα πρέπει να εστιάζονται ιδιαίτερα σε ομάδες υψηλού κινδύνου του πληθυσμού, να παρέχονται υπό πλήρη ασφαλιστική κάλυψη και ενσωματωμένα στο σύστημα της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης».
Τι περιλαμβάνει ο προσυμπτωματικός έλεγχος
Ολοι όσοι έχουν ελεύθερο ιστορικό νοσημάτων (και παραγόντων κινδύνου) πρέπει να υποβάλλονται σε πρόγραμμα αγγειακού ελέγχου με μέτρηση αρτηριακής πίεσης, εκτίμηση Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), λιπιδίων και κρεατινίνης κάθε 5 χρόνια σε άνδρες και γυναίκες 15-30 ετών και κάθε 3 χρόνια στους άνω 30 ετών.
Για την πρόληψη και διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη συνιστώνται εξετάσεις γλυκόζης αίματος, γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HBAlc) και δοκιμασία ανοχής γλυκόζης κάθε 5 χρόνια για τα άτομα 15-50 ετών και κάθε 3 χρόνια για τους άνω των 50 ετών.
Ωστόσο, όσοι έχουν συγγενείς α’ βαθμού με διαβήτη (κληρονομικότητα), άτομα με ΔΜΣ>30, γυναίκες με πολυκυστικές ωοθήκες, γυναίκες με ιστορικό διαβήτη κύησης και ασθενείς που πάσχουν από αρτηριακή υπέρταση και δυσλιπιδαιμία διατρέχουν υψηλό κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη και πρέπει να υποβάλλονται κάθε 2 χρόνια σε εξετάσεις γλυκόζης αίματος, γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HBAlc) και δοκιμασία ανοχής γλυκόζης.
Οι άνδρες και γυναίκες ηλικίας μεγαλύτερης των 65 ετών υποβάλλονται σε μέτρηση οστικής πυκνότητας κάθε 2 χρόνια, ανάλογα με το επίπεδο της οστεοπενίας, την ηλικία και το είδος της (ενδεχομένης) προηγηθείσης αγωγής.
Επίσης, εκτός των άλλων εξετάσεων, πρέπει να υποβάλλονται άπαξ σε triplex για τον έλεγχο ανευρύσματος κοιλιακής αορτής και ετήσια εκτίμηση της γνωστικής ικανότητάς τους, της συναισθηματικής και ψυχικής τους κατάστασης, του βαθμού ανεξαρτησίας τους και της συμμόρφωσης τους στη δοθείσα φαρμακευτική αγωγή.
Για την πρώιμη διάγνωση του καρκίνου του προστάτη, συνιστάται έλεγχος PSA κάθε 2 χρόνια σε άνδρες άνω 50 ετών και κάθε χρόνο σε άνδρες ηλικίας άνω των 60 και έως 80 ετών
Οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, για την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του μαστού υποβάλλονται σε κλινική εξέταση και μαστογραφία κάθε δύο χρόνια σε γυναίκες ηλικίας 40-50 ετών και κάθε χρόνο σε γυναίκες ηλικίας άνω των 50 ετών ή άνω των 35 ετών, εφόσον οι τελευταίες ανήκουν σε ομάδα υψηλού κινδύνου.
Επίσης για την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του τράχηλου της μήτρας υποβάλλονται σε τεστ ΠΑΠ κάθε χρόνο από την έναρξη της σεξουαλικά ενεργούς ζωής ή σε περίπτωση ανίχνευσης υψηλού κινδύνου τύπων HPV-DNA test, κάθε 5 χρόνια από την ηλικία των 21 ετών μέχρι την ηλικία των 60 ετών.
Πρόληψη καρκίνου παχέος εντέρου
Για την πρώιμη διάγνωση του καρκίνου του παχέος εντέρου πρέπει να γίνεται μικροσκοπική εξέταση ανίχνευσης αιμοσφαιρίνης στα κόπρανα και κολονοσκόπηση. Η πρώτη εξέταση γίνεται κάθε 2 χρόνια σε άνδρες και γυναίκες ηλικίας 50-70 ετών και κάθε 5 χρόνια η κολονοσκόπηση σε άνδρες και γυναίκες ηλικίας 50 ετών και άνω. Ωστόσο, ο πλήρης έλεγχος πρέπει να γίνεται σε ετήσια βάση σε άνδρες και γυναίκες ηλικίας 40 ετών και άνω, εφόσον ανήκουν σε ομάδα υψηλού κινδύνου.
Τα εμβόλια των ενηλίκων
Οι εμβολιασμοί σώζουν εκατομμύρια ζωές κάθε χρόνο και έχουν αναγνωριστεί ως μία από τις πιο επιτυχημένες και οικονομικά αποδοτικές παρεμβάσεις στον τομέα της υγείας. Σύμφωνα με τον κ. Θηραίο, αυτή η ιδιαίτερη συγκυρία απαιτεί τον εμβολιασμό όλων των ενηλίκων έναντι του κορωνοϊού ώστε να «υψωθεί» ένα στέρεο και ψηλό τείχος ανοσίας. Εξίσου σημαντικός είναι και ο εμβολιασμός έναντι του πνευμονιόκοκκου, τετάνου-διφθερίτιδας-κοκκύτη καθώς και έναντι του έρπητα ζωστήρα. Ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να δοθεί, όπως επισημαίνει, για τον επικείμενο αντιγριπικό εμβολιασμό, από τον ερχόμενο Οκτώβριο, με προτεραιότητα στον εμβολιασμό των ατόμων που ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου.
Αγώνας ταχύτητας για τον εμβολιασμό των παιδιών
Ο κορωνοϊός… μείωσε σε μεγάλο βαθμό και τους τακτικούς προληπτικούς ελέγχους των παιδιών, συμπεριλαμβανομένων και των απαραίτητων εμβολιασμών, λόγω δισταγμού ή και αμέλειας των γονιών. «O φόβος της διασποράς του κορωνοϊού ήταν και είναι ένας από τους κυριότερους λόγους της μειωμένης προσέλευσης των παιδιών από τους γονείς τους στα ιατρεία των παιδιάτρων. Εξάλλου κατά την περίοδο του πρώτου lockdown και μετά από σύσταση της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ελευθεροεπαγγελματιών Παιδιάτρων πραγματοποιήθηκαν μόνο οι βασικοί εμβολιασμοί» επισημαίνει ο κ. Κωνσταντίνος Νταλούκας. Πλέον, έπειτα από 16 μήνες επιδημίας ο απολογισμός είναι σαφής και βαρύς: διαταράχτηκαν σε μεγαλύτερο ή σε μικρότερο βαθμό, ανάλογα με την ηλικία, οι εμβολιασμοί και η προληπτική συνεχιζόμενη παρακολούθηση των παιδιών.
Σύμφωνα με τον ειδικό, οι καθυστερήσεις εμβολιασμού αφορούν κυρίως παιδιά μεγαλύτερα των πέντε ετών αλλά και εφήβους – οι καθυστερήσεις είναι ελάχιστες στα βρέφη λόγω μεγαλύτερης ευαισθητοποίησης και ανησυχίας των γονιών. Αυτό σημαίνει ότι πλέον πρέπει να γίνει αγώνας ταχύτητας για τον εμβολιασμό των παιδιών και των εφήβων και τη θωράκισή τους έναντι παλιών αλλά όχι απολύτως «ξεχασμένων» λοιμωδών νοσημάτων.
Τα εμβόλια που γίνονται στις μεγαλύτερες ηλικίες, μετά τα 11-12 χρόνια, είναι κυρίως επαναληπτικές δόσεις του βασικού εμβολιασμού. Ωστόσο, στις ηλικίες αυτές γίνεται για πρώτη φορά εμβολιασμός που αφορά πολύ σοβαρά νοσήματα, όπως ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας (HPV) και η μηνιγγίτιδα. H καθυστέρηση εξ άλλου των ενισχυτικών (αναμνηστικών) δόσεων, αφορά ε ίσου πολύ σοβαρά νοσήματα, όπως ο κοκκύτης, η διφθερίτιδα και ο τέτανος, κάνοντας ορατό τον κίνδυνο για εμφάνιση κρουσμάτων από τα νοσήματα αυτά.
Ο αναγκαίος προληπτικός έλεγχος στους εφήβους
Οι τακτικές προληπτικές επισκέψεις εφήβων στον παιδίατρο αφορούν μια εξαιρετικά ευαίσθητη περίοδο στη ζωή τους με αλλαγές στο σώμα και τη βιολογία των οργάνων του και με την εμφάνιση σε κάποιες περιπτώσεις προβλημάτων που αφορούν την ανάπτυξη και την ορμονική ομοιοστασία. Εξάλλου οι επισκέψεις αυτές είναι μια μοναδική ευκαιρία για τους παιδιάτρους να συζητήσουν με τα παιδιά και τους γονείς δίνοντας πληροφορίες και συμβουλές για τον τρόπο της ζωής τους, τη διατροφή και τη σεξουαλική τους συμπεριφορά.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό όλοι οι έφηβοι να εξετάζονται περιοδικά με κλινική εξέταση αλλά και με εργαστηριακές εξετάσεις για τον αποκλεισμό ή την έγκαιρη ανίχνευση των προβλημάτων αυτών. Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να εντοπιστούν προβλήματα του θυρεοειδούς, αναιμίες, καρδιολογικά προβλήματα, προβλήματα όρασης ή ακοής, παχυσαρκία, παθήσεις του σκελετού, όπως η σκολίωση και η κύφωση, η πρόωρη ή η καθυστερημένη ήβη.
Τέλος, τα αναπτυξιακά, ψυχοκοινωνικά και χρόνια νοσήματα σε παιδιά και εφήβους μπορεί να απαιτούν συχνές επισκέψεις συμβουλευτικής και θεραπείας, ξεχωριστές από τις επισκέψεις προληπτικής φροντίδας.
Με τη συνεργασία
Του κ. Ελευθέριου Θηραίου MD, MSc in Public Health, Γενικού Οικογενειακού Ιατρού, Διευθυντή ΕΣΥ, Κέντρο Υγείας Βάρης, Γενικού Γραμματέα Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών
και
Του κ. Κωνσταντίνου Νταλούκα, Παιδίατρου, Ιδρυτή της Ενωσης Ελευθεροεπαγγελματιών Παιδιάτρων Αττικής, Προέδρου της Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας «Δικαίωμά μου»