Η Άνοιξη είναι για τους περισσότερους η καλύτερη εποχή του χρόνου. Η εξωτερική θερμοκρασία είναι ευχάριστη, υπάρχουν αρκετές αργίες που δίνουν ευκαιρίες για εξορμήσεις και η φύση μοιάζει στολισμένη αφού δέντρα και φυτά βρίσκονται σε ανθοφορία. Για μερικούς, όμως, είναι ακριβώς το τελευταίο χαρακτηριστικό που τους κάνει να υποφέρουν από αυτό που ονομάζουμε αλλεργική επιπεφυκίτιδα.
Ο όρος περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα αλλεργικών καταστάσεων με κοινό χαρακτηριστικό τη φλεγμονή του επιπεφυκότα. Οι πιο κοινές από αυτές είναι ήπιες και δεν προσβάλλουν τον κερατοειδή. Οι πιο σπάνιες το κάνουν, όντας δυνητικά απειλητικές για την όραση. Γενικά πρόκειται για ένα αρκετά διαδεδομένο νόσημα που επηρεάζει την ποιότητα ζωής του πάσχοντος. Συχνά υποδιαγιγνώσκεται από τους ιατρούς και υποτιμάται από τους ασθενείς.
Θα μιλήσουμε αρχικά για τις πιο ήπιες μορφές οι οποίες, ανάλογα με τη συχνότητα εμφάνισης μπορούν να χαρακτηριστούν ως οξείες, εποχικές ή ολοετείς.
Υποψήφιοι για νόσηση είναι συνήθως νεαρής ηλικίας άτομα με θετικό ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό αλλεργιών. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το περιβάλλον καθώς, αν είναι επιβαρυμένο σε αλλεργιογόνα αυξάνει τις πιθανότητες εκδήλωσης της νόσου. Μεταξύ των δύο φύλων δεν παρατηρείται αξιοσημείωτη διαφορά.
Τα συμπτώματα της νόσου είναι αρκετά χαρακτηριστικά και είναι κατά βάση αυτά που θέτουν τη διάγνωση μαζί με το ιστορικό του ασθενούς. Πρωταρχική θέση κατέχει ο κνησμός, εντονότερος μέσα από το άνω βλέφαρο, ενώ ακολουθούν η ερυθρότητα, η δακρύρροια, το αίσθημα καύσου καθώς και το οίδημα (πρήξιμο) των βλεφάρων ή και του ίδιου του επιπεφυκότα που είναι ο ιστός που πάσχει. Ο τελευταίος υπό κανονικές συνθήκες είναι διαφανής, λεπτός και συνεπώς αόρατος ενώ μπορεί να κινείται με χαλαρότητα πάνω στο σκληρό χιτώνα (το λευκό) του ματιού. Όταν φλεγμαίνει, όμως, κάνει αισθητή την παρουσία του προσδίδοντας στο μάτι μια “γυαλιστερή” εμφάνιση. Συχνά συνυπάρχει ρινίτιδα με έντονη καταρροή, διαφανείς εκκρίσεις και έντονο φτάρνισμα.
Η προσβολή των ματιών είναι κάτι αναμενόμενο μιας και ο οφθαλμός είναι εκτεθειμένος σε ουσίες από το περιβάλλον ενώ οι ιστοί του διαθέτουν ένα πλήρες οπλοστάσιο ανοσοκυττάρων που του επιτρέπουν να αντιδρά άμεσα και έντονα σε τυχόν εισβολή από αντιγόνα. Το εξωτερικό τμήμα του οφθαλμού αποτελεί ένα ιδανικό υπόστρωμα για άμεσες αντιδράσεις υπερευαισθησίας εξαιτίας του μεγάλου αριθμού μαστοκυττάρων που διαθέτουν τα βλέφαρα και ο βολβικός επιπεφυκότας καθώς και της δυνατότητας τοπικής σύνθεσης IgE ανοσοσφαιρίνης, αυτής δηλαδή που είναι υπεύθυνη για την εκδήλωση των αλλεργικών αντιδράσεων.
Παρ’ ότι το πιο γνωστό αλλεργιογόνο, η ουσία δηλαδή που προκαλεί την αλλεργική αντίδραση, είναι η γύρη υπάρχουν κι άλλες ουσίες που μπορούν να πυροδοτήσουν τέτοιου είδους αντιδράσεις. Πιο κοινές είναι η σκόνη και τα ακάρεα, η μούχλα, συστατικά καλλυντικών ή αρωμάτων, το τρίχωμα ή το σάλιο οικόσιτων ζώων, ο καπνός, κ.ά. Από τη λίστα δεν μπορούν να λείψουν οι οφθαλμικές σταγόνες (κολλύρια) ή τα καθαριστικά υγρά των φακών επαφής.
Όσον αφορά στις σοβαρότερες μορφές, αυτές είναι:
α) Εαρινή (vernal) κερατοεπιπεφυκίτιδα: στα συμπτώματα προστίθενται τα “κολλημένα” βλέφαρα από τις βλεννώδεις εκκρίσεις που προκαλούν δυσχέρεια στο άνοιγμα των ματιών με το ξύπνημα. Αν υπάρχει επινέμεση του κερατοειδούς παρατηρούνται επίσης πόνος, θάμβος οράσεως και φωτοφοβία.
β) Ατοπική κερατοεπιπεφυκίτιδα: υπάρχει συσχέτιση με ατοπική δερματίτιδα. Η κατάσταση είναι ισόβια, ξεκινώντας από την τρίτη με τέταρτη δεκαετία της ζωής. Τα συμπτώματα είναι μια διαρκής αίσθηση κνησμού, ξηρότητα, πόνος και θάμβος οράσεως. Η χρονιότητα μπορεί να οδηγήσει σε ουλοποίηση του επιπεφυκότα αλλά και του κερατοειδή.
γ) Γιγαντοθηλαία επιπεφυκίτιδα: προκαλείται συνήθως από τη χρόνια παρουσία ενός ξένου σώματος σε επαφή με τον επιπεφυκότα όπως οι φακοί επαφής, οι οφθαλμικές προθέσεις ή ακόμη και ράμματα από προηγηθείσες επεμβάσεις. Εδώ ο κερατοειδής δεν επηρεάζεται συνήθως αλλά η εικόνα των ανατομικών αλλοιώσεων του επιπεφυκότα είναι αρκετά εντυπωσιακή.
Η θεραπεία όλων των ανωτέρω καταστάσεων έχει ως ακρογωνιαίο λίθο την απομάκρυνση του αλλεργιογόνου από την οφθαλμική επιφάνεια. Χωρίς αυτή, οποιοδήποτε θεραπευτικό σχήμα είναι καταδικασμένο να αποδειχθεί ανεπαρκές. Αν, λοιπόν, το αλλεργιογόνο είναι γνωστό, θα πρέπει να αποφεύγεται η έκθεση σε αυτό. Αν είναι άγνωστο, τουλάχιστον όσον αφορά στις ήπιες μορφές, το συχνό πλύσιμο του προσώπου με νερό και η χρήση τεχνητών λιπαντικών μπορούν να αραιώσουν την πυκνότητά του ελαττώνοντας την έκθεση σε αυτό.
Στην προσπάθεια αποφυγής του τριψίματος των ματιών, το οποίο χειροτερεύει την κατάσταση, χρήσιμες είναι οι κρύες κομπρέσες που ελαττώνουν την αίσθηση του κνησμού.
Τα τοπικά σκευάσματα που έχει στη διάθεσή του ο οφθαλμίατρος περιλαμβάνουν κυρίως αντιισταμινικά, σταθεροποιητές μαστοκυττάρων και στεροειδή και τα περισσότερα διατίθενται πλέον σε φαρμακοτεχνικές μορφές χωρίς συντηρητικά. Αν συνυπάρχει ρινίτιδα μπορούν να χορηγηθούν ρινικά αποσυμφορητικά ενώ σε βαρύτερες καταστάσεις μπορεί να απαιτηθεί η χορήγηση θεραπείας από το στόμα. Σε κάθε περίπτωση, ο θεράπων ιατρός, ανάλογα με τη μορφή της νόσου και τη βαρύτητά της, θα καθορίσει την αγωγή εξατομικευμένα τόσο όσον αφορά στην επιλογή των σκευασμάτων όσο και στη δοσολογία και στη διάρκειά της.
Οι αλλεργικές επιπεφυκίτιδες μπορούν να πάρουν πολλές μορφές και να αποβούν από ενοχλητικές ως επικίνδυνες για την υγεία των ματιών. Η έγκαιρη αναγνώριση των συμπτωμάτων και η εξέταση από τον οφθαλμίατρο μπορούν να περιορίσουν τη βαρύτητα και τη διάρκειά τους, ελαχιστοποιώντας την επίδρασή τους στην ποιότητα ζωής των ασθενών.