Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε μία νέα ένδειξη για το alirocumab, για τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου σε ενήλικες με διαγνωσμένη αθηροσκληρωτική καρδιαγγειακή νόσο μειώνοντας τα επίπεδα της LDL («κακής») χοληστερόλης ως επιπρόσθετη θεραπεία στη διόρθωση άλλων παραγόντων κινδύνου.

Η αθηροσκληρωτική καρδιαγγειακή νόσος αποτελεί έναν γενικό όρο, που ορίζεται ως η δημιουργία αθηρωματικής πλάκας στα τοιχώματα των αρτηριών η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη ροή του αίματος και σε μια σειρά σοβαρών παθήσεων, όπως εγκεφαλικό επεισόδιο, περιφερική αρτηριακή νόσος και οξύ στεφανιαίο σύνδρομο (ΟΣΣ), που περιλαμβάνει το έμφραγμα του μυοκαρδίου και την ασταθή στηθάγχη.

Η έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βασίζεται σε δεδομένα από τη μελέτη ODYSSEY OUTCOMES, μία Φάσης 3 μελέτη καρδιαγγειακών εκβάσεων, η οποία αξιολόγησε την επίδραση της προσθήκης του alirocumab στη μέγιστη ανεκτή δόση στατινών σε 18.924 ασθενείς που είχαν παρουσιάσει οξύ στεφανιαίο σύνδρομο (ΟΣΣ) σε διάστημα 1-12 μηνών (μέσο διάστημα 2,6 μηνών) πριν την εισαγωγή τους στη μελέτη.

Αποτελέσματα από τη μελέτη ODYSSEY OUTCOMES δημοσιεύτηκαν στο ιατρικό περιοδικό The New England Journal of Medicine το 2018.

Η μελέτη πέτυχε το πρωτεύον καταληκτικό σημείο, καταδεικνύοντας ότι το alirocumab μείωσε σημαντικά τον σχετικό κίνδυνο μείζονων ανεπιθύμητων καρδιαγγειακών συμβαμάτων (MACE) κατά 15% στους ασθενείς που είχαν παρουσιάσει πρόσφατα σύμβαμα οξέος στεφανιαίου συνδρόμου (ΟΣΣ). Μείζονα ανεπιθύμητα καρδιαγγειακά συμβάματα παρουσιάστηκαν σε 903 ασθενείς (9,5%) στην ομάδα του alirocumab και σε 1.052 ασθενείς (11,1%) στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου (HR 0,85· 95% CI, 0,78 έως 0,93· p<0,001). Επιπλέον, το alirocumab συσχετίστηκε με μειωμένο κίνδυνο κατά 15% θανάτου οποιασδήποτε αιτιολογίας· αναφέρθηκε σε 334 (3,5%) ασθενείς στην ομάδα του alirocumab και 392 (4,1%) ασθενείς στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου (HR 0,85· 95% CI, 0,73 έως 0,98· ονομαστική σημαντικότητα). Τα ανεπιθύμητα συμβάματα ήταν παρόμοια ανάμεσα στην ομάδα θεραπείας με alirocumab και την ομάδα θεραπείας με εικονικό φάρμακο, με εξαίρεση τις αντιδράσεις στο σημείο έγχυσης (alirocumab 3,8%, εικονικό φάρμακο 2,1%).

Το alirocumab είναι ο μοναδικός αναστολέας της PCSK9 (proprotein convertase subtilisin/kexin type 9) που είναι διαθέσιμος σε δύο αρχικές δόσεις ως ενέσιμο διάλυμα 1 milliliter (mL) (75 mg και 150 mg), οι οποίες χορηγούνται άπαξ κάθε δύο εβδομάδες, ενώ είναι δυνατό να χορηγηθεί ως δόση 300 mg άπαξ κάθε τέσσερις εβδομάδες (μηνιαίως), δίνοντας τη δυνατότητα στους γιατρούς να προσαρμόσουν τη θεραπεία με βάση τις ατομικές ανάγκες μείωσης των επιπέδων LDL χοληστερόλης κάθε ασθενή. Δεδομένα από τη μελέτη ODYSSEY OUTCOMES έχουν επίσης υποβληθεί στον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ, όπου η αναμενόμενη ημερομηνία για τη λήψη απόφασης είναι η 28η Απριλίου 2019.

Το alirocumab έχει εγκριθεί σε περισσότερες από 60 χώρες παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας, του Καναδά, της Ελβετίας, του Μεξικού και της Βραζιλίας. Στην ΕΕ, το alirocumab έχει εγκριθεί για χρήση για τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου σε ενήλικες με διαγνωσμένη αθηροσκληρωτική καρδιαγγειακή νόσο, μειώνοντας τα επίπεδα LDL χοληστερόλης, ως επιπρόσθετη θεραπεία στη διόρθωση άλλων παραγόντων κινδύνου. Η επίδραση του alirocumab στην καρδιαγγειακή νοσηρότητα και θνητότητα βρίσκεται επί του παρόντος υπό αξιολόγηση και δεν έχει εγκριθεί από καμία άλλη ρυθμιστική αρχή εκτός της ΕΕ.

Η μελέτη ODYSSEY OUTCOMES
Η μελέτη ODYSSEY OUTCOMES αξιολόγησε την επίδραση του alirocumab στην εμφάνιση μείζονων ανεπιθύμητων καρδιαγγειακών συμβαμάτων (MACE) σε ασθενείς οι οποίοι είχαν παρουσιάσει οξύ στεφανιαίο σύνδρομο (ΟΣΣ) πριν την εισαγωγή τους στη μελέτη και οι οποίοι ήδη λάμβαναν υψηλής ισχύος στατίνη ή τη μέγιστη ανεκτή δόση στατινών. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν για να λάβουν alirocumab (n=9.462) ή εικονικό φάρμακο (n=9.462) και αξιολογήθηκαν για διάμεσο χρονικό διάστημα 2,8 ετών, με ορισμένους ασθενείς να λαμβάνουν θεραπεία έως και 5 έτη. Σχεδόν το 90% των ασθενών λάμβανε θεραπεία με υψηλής ισχύος στατίνη.

Η μελέτη σχεδιάστηκε για να διατηρεί τα επίπεδα LDL χοληστερόλης των ασθενών μεταξύ 25-50 mg/dL (0,65-1,29 mmol/L), χρησιμοποιώντας δύο διαφορετικά δοσολογικά σχήματα του alirocumab (75 mg και 150 mg). Οι ασθενείς που έλαβαν alirocumab ξεκίνησαν τη μελέτη λαμβάνοντας 75 mg κάθε δύο εβδομάδες και μετέβησαν στη δόση των 150 mg κάθε 2 εβδομάδες, εφόσον τα επίπεδα LDL χοληστερόλης παρέμειναν υψηλότερα από 50 mg/dL (1,29 mmol/L) (n=2.615). Κάποιοι ασθενείς που μετέβησαν στη δόση των 150 mg επέστρεψαν στη δόση των 75 mg εφόσον τα επίπεδα LDL χοληστερόλης ήταν χαμηλότερα από 25 mg/dL (0,65 mmol/L) (n=805), και οι ασθενείς που παρουσίασαν δύο διαδοχικές μετρήσεις LDL χοληστερόλης που κυμαίνονταν σε επίπεδα χαμηλότερα των 15 mg/dL (0,39 mmol/L) ενώ λάμβαναν δόση 75 mg (n=730) διέκοψαν την ενεργή θεραπεία με alirocumab για το υπόλοιπο της μελέτης.