Νέα έρευνα καταλήγει στη διαπίστωση ότι η μοναξιά δεν αποτελεί «προνόμιο» των ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας. «Το 76% από το σύνολο των 340 ανθρώπων που συμμετείχαν στην έρευνα ανέφερε ότι έχει βιώσει περιόδους έντονης μοναξιάς», σημειώνει ο επικεφαλής συγγραφέας και διακεκριμένος καθηγητής ψυχιατρικής και νευροεπιστημών στο Πανεπιστήμιο Σαν Ντιέγκο στην Καλιφόρνια, Dilip Jeste. Οι συμμετέχοντες ήταν ηλικίας μεταξύ 27 και 101 ετών.
Ο καθηγητής Jeste διαπίστωσε ότι υπάρχει εγνωσμένη αύξηση στο αίσθημα μοναξιάς σε συγκεκριμένες ηλικιακές περιόδους, με την κορύφωσή της να παρατηρείται στο τέλος της τρίτης δεκαετίας, στα μέσα της έκτης δεκαετίας και ξανά στο τέλος της ένατης δεκαετίας της ζωής ενός ατόμου.
Το θετικό της υπόθεσης είναι ότι η σοφία, την οποία οι επιστήμονες μπορούν να καταμετρήσουν, αποτελεί ένα ισχυρό ρυθμιστικό εργαλείο απέναντι στη μοναξιά.
Η πηγή έμπνευσης για την έρευνα
Ο καθηγητής Dilip Jeste δηλώνει πως για την πραγματοποίηση της έρευνας, εμπνεύστηκε από τη λεγόμενη «επιδημία μοναξιάς». Νωρίτερα μέσα στο χρόνο, μία μελέτη που διεξήχθη από εταιρεία ασφάλισης υγείας διαπίστωσε ότι σχεδόν 10.000 άνθρωποι οι οποίοι είχαν συμμετάσχει σε διαδικτυακή έρευνα δήλωσαν ότι έχουν νιώσει μόνοι, απομονωμένοι ή αποξενωμένοι τουλάχιστον για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Οι ερευνητές που πραγματοποίησαν την έρευνα σημείωσαν ότι η μοναξιά ανταγωνίζεται την παχυσαρκία και το κάπνισμα 15 τσιγάρων την ημέρα, ανάμεσα στους κινδύνους για την υγεία.
Οι λεπτομέρειες της έρευνας
Ο καθηγητής Dilip Jeste χρησιμοποίησε τρεις γνωστές και αποδεκτές κλίμακες για να αξιολογήσει το αίσθημα της μοναξιάς. Οι συμμετέχοντες απάντησαν σε ερωτήσεις για το πόσο συχνά αισθάνθηκαν παραγκωνισμένοι ή σε άμεση επαφή με τους άλλους, ενώ όταν χρησιμοποιήθηκε η πιο ολοκληρωμένη κλίμακα, το ποσοστό όσων ανέφεραν μέτριο ή έντονο βαθμό μοναξιάς έφτασε το 76%. Οι ερευνητές αξιολόγησαν επίσης τη σωματική και ψυχική υγεία των συμμετεχόντων, ενώ ο βαθμός «σοφίας» τους αξιολογήθηκε χρησιμοποιώντας μια άλλη τυποποιημένη κλίμακα που αναπτύχθηκε από τους ερευνητές του Πανεπιστημίου Σαν Ντιέγκο στην Καλιφόρνια.
Οι πιο μόνοι από τους συμμετέχοντες ήταν λιγότερο αισιόδοξοι, επεδείκνυαν μικρότερη ανοχή και χαμηλότερα επίπεδα ψυχικής ευεξίας. Οι ερευνητές δε μπορούν να εξηγήσουν ακριβώς το γιατί, πάντως ο καθηγητής Dilip Jeste τονίζει ότι οι συμπεριφορές που κάνουν έναν άνθρωπο «σοφό» ίσως μπορούν να αντιμετωπίσουν ή να αποτρέψουν την έντονη μοναξιά.
Μπορεί το 76% να είναι ένα εντυπωσιακό ποσοστό για τα ευρήματα της έρευνας, ωστόσο ο David Reuben, διευθυντής του τμήματος Γηριατρικής στο UCLA Health, σημειώνει πως το αποτέλεσμα αυτό συνδυάζει τις απαντήσεις συμμετεχόντων με μέτριο και έντονο αίσθημα μοναξιάς, ενώ, αν τα δούμε ξεχωριστά, μόνο το 22% ανέφερε έντονο αίσθημα μοναξιάς. Επομένως, παρότι ενδιαφέροντα, τα αποτελέσματα θα πρέπει να αναπαραχθούν σε μια ευρύτερη μελέτη. Τέλος, ο David Reuben τονίζει ότι η σύνδεση της μοναξιάς με τη σοφία είναι, επίσης, ενδιαφέρουσα, σε αυτό το σημείο ωστόσο θα είναι υπερβολή να πούμε ότι η αύξηση της σοφίας μπορεί όντως να μειώσει τη μοναξιά.
Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το να μιλάμε για το αίσθημα της μοναξιάς είναι μια δύσκολη υπόθεση, πρέπει, όμως, να είμαστε ρεαλιστές. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν θα καταφέρουμε να διώξουμε μια και καλή το αίσθημα της μοναξιάς, το πρώτο βήμα όμως είναι να είμαστε ειλικρινείς και αυθεντικοί με τους ανθρώπους και να μοιραζόμαστε την ιστορία μας μαζί τους.