Ξέραμε ότι φιλοσοφικά το να δίνεις είναι πιο σημαντικό από το να παίρνεις. Τώρα όμως γνωρίζουμε το ίδιο και από την άποψη της ψυχολογίας. Η προσφορά απελευθερώνει, ενισχύει την αυτοεκτίμηση και μας κάνει να αισθανόμαστε ανωτερότητα, ειδικά όταν αυτή (η προσφορά) απευθύνεται προς ένα σκοπό που έχει νόημα, αλλά όχι οικονομικό όφελος, και δεν περιμένει ανταπόδοση.
Σε μια εποχή όπου επικρατεί ο άκρατος ατομικισμός και οι περισσότεροι επιδιώκουν να πάρουν όσα περισσότερα μπορούν από τους άλλους και όχι να δώσουν (ή να δώσουν το ελάχιστο δυνατό), ακόμη και οι έρευνες έρχονται να επιβεβαιώσουν ότι το να δίνεις είναι πιο σημαντικό από το να παίρνεις. Για την ψυχική μας ισορροπία, για την ευχαρίστηση ακόμη και για την ευτυχία μας.
Το πάρε – δώσε της χαράς
Πειράματα με εκατοντάδες συμμετέχοντες διαπίστωσαν ότι η ευτυχία των ανθρώπων που δίνουν μικρά χρηματικά ποσά σε άλλους, ως δώρο ή μικρή βοήθεια, δεν μειώνεται, τουναντίον αυξάνεται περισσότερο σε σχέση με το να λαμβάνουν αυτοί οι ίδιοι χρηματικά ποσά. Σε πρόσφατη έρευνα του Chicago School of Business, το δείγμα, που απαρτιζόταν από 96 φοιτητές, λάμβανε καθημερινά 5 δολάρια την ημέρα, επί ένα πενθήμερο. Κατόπιν οι φοιτητές έπρεπε να ξοδέψουν αυτό το ποσό είτε για να αγοράσουν κάτι από το ζαχαροπλαστείο είτε για να κάνουν κάποια online δωρεά σε φιλανθρωπική οργάνωση. Τα αποτελέσματα ήσαν εξαιρετικά ενδιαφέροντα στο τέλος του πενθημέρου: Ενώ όλοι είχαν παρόμοια επίπεδα ευτυχίας στην αρχή της μελέτης (καθότι κέρδιζαν χρήματα), όσοι ξόδεψαν τα χρήματα για τον εαυτό τους είχαν σταθερή μείωση της ευτυχίας τους κατά τη διάρκεια των πέντε ημερών και ουσιαστικά, στο τέλος της σύντομης περιόδου τα όποια θετικά συναισθήματα είχαν εξανεμιστεί μαζί με τα 25 δολάρια. Την ίδια ώρα, το συναίσθημα της ευτυχίας διατηρήθηκε ακέραιο ή εμπλουτίστηκε μεταξύ εκείνων που πρόσφεραν τα χρήματά τους για κάποιον καλό σκοπό.
Σε άλλο πείραμα, πάνω από 500 συμμετέχοντες έπαιξαν 10 γύρους ενός εγκυκλοπαιδικού παιχνιδιού τύπου «βρες τη λέξη», αποκομίζοντας 5 σεντ ανά σωστή απάντηση. Η ευτυχία μεταξύ εκείνων που δώρισαν τα κέρδη τους μειώθηκε πολύ πιο αργά από ό, τι μεταξύ εκείνων που κράτησαν τα κέρδη τους, με το συναίσθημα της αδιαφορίας να διαδέχεται εκείνο της αρχικής ευφορίας του κέρδους, στη δεύτερη περίπτωση.
Δεν είναι σαφές εάν τα ευρήματα αυτά θα ήταν τα ίδια εάν οι άνθρωποι έδιναν ή λάμβαναν μεγαλύτερα χρηματικά ποσά ή τα έδιναν στους φίλους τους αντί για τους ξένους, αναφέρουν οι συντάκτες της δεύτερης μελέτης που δημοσιεύθηκε προσφάτως στο έγκριτο περιοδικό Psychological Science. Όπως και να έχει, το ζήτημα αξίζει να συζητηθεί και να ερευνηθεί περαιτέρω.
Η «σφιχτοχεριά» της μιζέριας
Ασφαλώς το θέμα της γενναιοδωρίας δεν συσχετίζεται μόνο με την ψυχολογία και ενδεχομένως τα στάδια ανάπτυξης του ανθρώπου, για να πάμε ένα βήμα παρακάτω την κουβέντα. (Ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις θεωρούν την τσιγκουνιά και την τακτική του να μη δίνεις παραπάνω από όσα πρέπει σε κανέναν, μα σε κανέναν, να μην αφήνεις πουρμπουάρ στο σερβιτόρο και να μη χαρίζεις ούτε σεντ στο συνάδελφο που σου ζήτησε μισό ευρώ για να συμπληρώσει τα ψιλά του προκειμένου να αγοράσει κάτι από τον αυτόματο πωλητή για παράδειγμα, ως ενδείξεις μιας μη ολοκληρωμένης ψυχολογικής ανάπτυξης, καθηλωμένης σε νηπιακά στάδια, μέχρι τη στιγμή βέβαια που αυτά μεταβάλλονται σε μοτίβα εαυτού και μετασχηματίζονται σε διαταραχές της προσωπικότητας). Συσχετίζεται, λοιπόν, το ζήτημα και με την εμπειρική κοινωνιολογία, με την έννοια ότι η μίζερη λογική της αυτοσυντήρησης και του άκρατου προσπορισμού για ίδιον όφελος συμπυκνώνουν μια εν πολλοίς αντικοινωνική συμπεριφορά και υποδηλώνει ανθρώπους που δεν έχουν να δώσουν τίποτε και σε συναισθηματικό επίπεδο. Αναλογιστείτε τον συναισθηματικό πλούτο κάποιου που δεν σας έχει κεράσει ποτέ μια μπύρα, παρότι δεν έχει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, που διαμαρτύρεται τα τελευταία είκοσι χρόνια για την αύξηση της βενζίνης και των φόρων, που αποφεύγει κοινωνικές συναναστροφές, επισκέψεις και καλέσματα για να αποφύγει το κόστος της αγοράς ενός δώρου και αποφασίστε αν αξίζει να κάνετε παρέα μαζί του. Δυστυχώς, το αντίστροφο ανθρώπινο μοντέλο της γενναιοδωρίας (μπορούμε να το ονομάσουμε «φειδωλία»), πέραν του ότι οδηγεί τα υποκείμενα της συμπεριφοράς σε μια ατέρμονη μιζέρια μέσα από την οποία βλέπουν τις περισσότερες καταστάσεις ως αρνητικές ή προβληματικές, αφαιρεί και από τα αντικείμενα της πράξης την ευκαιρία να απολαύσουν τις μικρές χαρούμενες στιγμές που μπορεί να τους προσφέρει ένας, λελογισμένα, γενναιόδωρος άνθρωπος.