Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος ατμοσφαιρική ρύπανση θεωρείται η παρουσία ρύπων στην ατμόσφαιρα, οι οποίοι είτε άμεσα είτε μέσω χημικών αντιδράσεων, οδηγούν σε αλλοίωση της σύστασης και των χαρακτηριστικών της, αποτελώντας ένα σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας.
Ιστορικά, τους κύριους παράγοντες πρόκλησης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης αποτελούσαν ο καπνός και το διοξείδιο του θείου ως αποτέλεσμα της καύσης ορυκτών καυσίμων για οικιακούς και βιομηχανικούς σκοπούς. Στις μέρες μας κύρια απειλή για τον καθαρό αέρα αποτελούν οι εκπομπές ρύπων όπως το μονοξείδιο του άνθρακα (CO), τα οξείδια του αζώτου (ΝΟ), οι πτητικές οργανικές ενώσεις (VOCs) και τα αιωρούμενα σωματίδια (PM10 και PM2.5), κυρίως από βενζινοκίνητα και πετρελαιοκίνητα οχήματα.
Στους παραπάνω ρύπους προστίθεται και ένας δευτερογενής ρύπος, το όζον (Ο3) το οποίο δεν εκπέμπεται απευθείας στην ατμόσφαιρα αλλά σχηματίζεται στα κατώτερα τμήματα της ως αποτέλεσμα χημικών αντιδράσεων μεταξύ του διοξειδίου του αζώτου και των πτητικών οργανικών ενώσεων με τη βοήθεια της
ηλιακής ακτινοβολίας. Μάλιστα οι συγκεκριμένες αντιδράσεις εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου, συνεπώς το όζον μπορεί να ανιχνευτεί πολύ μακριά από την αρχική πηγή των εκπομπών των πρωτογενών ρύπων.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) επισημαίνει ότι ο μολυσμένος ατμοσφαιρικός αέρας αποτελεί ένα πολύ σημαντικό περιβαλλοντικό πρόβλημα με άμεση επίπτωση στην δημόσια υγεία των ανθρώπων τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις η ατμοσφαιρική ρύπανση προκαλεί παγκοσμίως το θάνατο 7 εκατομμυρίων ανθρώπων ετησίως, ενώ 9 στους 10 ανθρώπους εισπνέουν μολυσμένο αέρα. Συγκεκριμένα, το 58% των πρόωρων θανάτων που σχετίζονται με την ατμοσφαιρική ρύπανση οφείλεται σε καρδιακές νόσους και εγκεφαλικά επεισόδια, το 18% σε χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και οξείες λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού, ενώ το 6% σε καρκίνο του πνεύμονα.
Σε παιδιά και ενήλικες, τόσο η βραχυπρόθεσμη όσο και η μακροπρόθεσμη έκθεση σε ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη πνευμονική λειτουργία, αναπνευστικές λοιμώξεις και επιδεινούμενο άσθμα. Επίσης, η έκθεση της μητέρας στη ρύπανση του ατμοσφαιρικού αέρα σχετίζεται με δυσμενή αποτελέσματα κατά τη γέννηση, όπως το χαμηλό βάρος γέννησης και η πρόωρη γέννηση. Ολοένα και περισσότερες μελέτες υποδεικνύουν επίσης ότι η ρύπανση του ατμοσφαιρικού αέρα μπορεί να επηρεάσει τη νευρολογική ανάπτυξη των παιδιών.
Ο ΠΟΥ υποστηρίζει ότι μειώνοντας τα επίπεδα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης οι χώρες μπορούν να μειώσουν τα ποσοστά εμφάνισης αυτών των ασθενειών. Για το λόγο αυτό δημοσίευσε κατευθυντήριες οδηγίες (WHO Ambient outdoor air quality and health) για την ποιότητα του αέρα οι οποίες αποσκοπούν στην μείωση των επιπτώσεων της μόλυνσης του αέρα στην ανθρώπινη υγεία. Χαρακτηριστικά, υπολογίζεται ότι η μείωση της 24-ωρης οριακής τιμής των αιωρούμενων σωματιδίων PM2.5, από τα επίπεδα των 35 μg/m3 που παρατηρούνται σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες σε 10 μg/m3, θα μπορούσε να μειώσει σημαντικά τον αριθμό των σχετικών θανάτων κατά περίπου 15%.
Ωστόσο, ακόμη και στην Ευρώπη, όπου οι συγκεντρώσεις συμμορφώνονται με τις κατευθυντήριες οδηγίες, εκτιμάται ότι το μέσο προσδόκιμο ζωής είναι 8,6 μήνες χαμηλότερο εξαιτίας της έκθεσης σε σωματίδια που προέρχονται από ανθρώπινες δραστηριότητες.
Η μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης αποτελεί πρωτίστως ευθύνη της οργανωμένης κοινωνίας και του κράτους καθώς τα προβλήματα που προκαλούνται είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της ελλιπούς εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και των περιβαλλοντικών ελέγχων. Ωστόσο, εξαιτίας της φύσης του ζητήματος, πολλά εξαρτώνται και από τη συμπεριφορά των πολιτών σε ζητήματα που αφορούν τη προσωπική διαχείριση των εκπομπών αέριων ρύπων όπως αυτοί προκύπτουν από τις κατοικίες, τις επαγγελματικές και μεταφορικές συνήθειες.
Επιπλέον, στο βαθμό στον οποίο η έκθεση στις ρυπογόνες και τοξικές ουσίες του περιβάλλοντος είναι αναπόφευκτη, υπάρχει ανάγκη για βαθύτερη επιστημονική κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι ουσίες αυτές προκαλούν τις βλαπτικές τους επιπτώσεις, έτσι ώστε να διαμορφωθούν πολιτικές προστασίας, τόσο του συνόλου όσο και των ιδιαίτερα ευαίσθητων ατόμων. Τέλος, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αρκετές ερευνητικές προσπάθειες βρίσκονται σε εξέλιξη προς αυτή την κατεύθυνση.
Το εργαστήριο Περιβαλλοντικής Φυσιολογίας FAME Lab (www.famelab.gr) του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας συμμετέχει σε μελέτη για την εκτίμηση της μακροχρόνιας έκθεσης σε ατμοσφαιρική ρύπανση στη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα των κατοίκων μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας. Συγκεκριμένα, σε αυτή τη μελέτη θα εισαχθεί ένα καινοτόμο εργαλείο αξιολόγησης συγκεκριμένων παραμέτρων υγείας, με σκοπό να εντοπιστούν πιθανοί μηχανισμοί που ευθύνονται για τις αρνητικές επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και τη συσχέτισή τους με τη θνησιμότητα των κατοίκων των μεγάλων πόλεων.