Καλησπέρα και από μένα.

Θα πω δύο σκέψεις από τη δουλειά μας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, πάνω στα θέματα της ανήλικης παραβατικότητας, της βίας από τα παιδιά, αλλά και από το κατά κάποιο τρόπο αντίστροφο της. «Αποτελεί η βία από τους ανήλικους μια νέα πανδημία;» Ήταν και ο τίτλος του σημερινού τραπεζιού. Θα μπορούσε να έχει μια αμφισημία αυτός ο τίτλος, ιδιαίτερα στις μέρες μας που ξέρετε, για παράδειγμα, είχαμε την πρόσφατα την εξέλιξη της οριστικής απόσυρσης του εμβολίου της AstraZeneca. Γιατί αποδείχθηκε ότι τελικά δεν είχε την αποτελεσματικότητα που αρχικώς είχαμε υπολογίσει. Θέλω να πω με αυτό ότι η επιστήμη, η έρευνα, είναι μια συνεχιζόμενη διαδικασία και αυτό πρέπει να το λαμβάνουμε υπόψη όταν η επιστήμη έρχεται να συνομιλήσει με την κοινωνία, με τους θεσμούς άσκησης πολιτικής ή λήψης μέτρων.

Για να δούμε τι πραγματικά συμβαίνει. Στην Ελλάδα, όπως μπορούμε να δούμε με βάση τα στοιχεία της Eurostat, ανεξαρτήτως τι γράφεται τι αναπαράγεται κατά καιρούς, είμαστε ακόμα η δεύτερη χαμηλότερη χώρα όσον αφορά τους δείκτες της ανήλικης παραβατικότητας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπήρχε αύξηση την τελευταία δεκαετία στη Ελλάδα; Όπως μπορούμε να δούμε, η απάντηση είναι ναι, υπήρχε, αλλά αυτή έχει ήδη συντελεστεί στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Στ’ αλήθεια, ο αριθμός ποσοτικά, η ανήλικη παραβατικότητα στην Ελλάδα έχει εμφανίσει ένα πλατό, μια σταθεροποίηση. Αμέσως μετά, είχε μια μείωση. Τα χρόνια του ‘20 και του ‘21 είχε μια ακόμα μεγαλύτερη μείωση λόγω των μέτρων του περιορισμού, λόγω της καραντίνας. Δεν υπήρχε δρόμος, άρα όλα τα εγκλήματα που συντελούνται στο δρόμο έπεσαν το ‘20 και το ‘21. Και το ‘22 και το ‘23 και προφανώς και το ‘24 υπάρχει διόρθωση στα επίπεδα τα ποσοτικά, τα προ της πανδημίας.

Με βάση αυτή την εικόνα, λοιπόν, θα έλεγε κανείς ότι στην Ελλάδα δεν προκύπτει μια εικόνα ότι έχουμε μια έκρηξη κρουσμάτων και περιστατικών ανήλικης παραβατικότητας. Αν πάμε να δούμε τις πρόσφατες μετρήσεις που έδωσε στη δημοσιότητα το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας του Πανεπιστημίου Αθηνών, που μετράει την έκθεση των παιδιών και των εφήβων σε βίαια περιστατικά με βάση την πρότυπη μεθοδολογία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για όλη την Ευρώπη από το ‘98 μέχρι τα σήμερα, τι μπορούμε να δούμε για την έκθεση των παιδιών σε βίαια συμβάντα; Και πάλι την ίδια εικόνα. Μια αύξηση στα χρόνια της κρίσης και αμέσως μετά μείωση. Τι μπορούμε να δούμε για την αυτοαναφερόμενη εμπλοκή των παιδιών ως δράστες σε περιστατικά μπούλινγκ; Αύξηση τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, αμέσως μετά μείωση. Τι μπορούμε να δούμε για την αυτοαναφερόμενη έκθεση των παιδιών ως θύματα σε περιστατικά σχολικού εκφοβισμού; Αύξηση στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, μετά σταθεροποίηση και ίσως μια μικρή στα τελευταία χρόνια αύξηση. Το μόνο που αυξάνεται είναι το cyber bullying, ο ψηφιακός ηλεκτρονικός εκφοβισμός, αλλά αυτό −να με συμπαθάτε, εγώ είμαι ψυχίατρος, δεν είμαι εγκληματολόγος, νομικός−, αλλά ξέρουμε όλοι ότι τη δολοφονία δεν την κάνει το μαχαίρι, την κάνει ο δολοφόνος.

Το γεγονός ότι τα παιδιά χρησιμοποιούν ως εργαλείο τις νέες τεχνολογίες επικοινωνίας και πληροφορικής, αυτό είναι απλώς το μέσο. Δεν σημαίνει ότι αυξάνεται κάτι πραγματικά. Είναι ότι όλα τα πράγματα τα παιδιά τα κάνουν πια διαμέσου των νέων τεχνολογιών. Σε ένα μπαρ να είναι και να φλερτάρουν, απέναντι το ένα στο μπαρ του άλλου, θα στείλουν μήνυμα, δεν θα πάνε να μιλήσουν δια ζώσης, οπότε αυτό μάλλον δεν λέει κάτι περισσότερο από αυτό. Σημαίνουν όλα αυτά ότι δεν έχουμε πρόβλημα; Φυσικά και όχι. Δεν λέω κάτι τέτοιο και μακριά από μένα οποιαδήποτε τέτοια ερμηνεία. Αυτό που σημαίνει, ωστόσο, είναι ότι δεν χρειάζεται ηθικός πανικός, γιατί ξέρουμε ότι ηθικός πανικός οδήγησε τις κοινωνίες σε λάθος αποφάσεις πάρα πολλές φορές και σίγουρα δεν συνέβαλε στο να ελεγχθεί το φαινόμενο. Θα σας έλεγα ότι ποσοτικά αυτή τη στιγμή δεν προκύπτει από τα στοιχεία που υπάρχουν πουθενά ότι υπάρχει μία έκρηξη κρουσμάτων ανήλικης βίας. Αυτό που περισσότερο προκύπτει σε επαγγελματίες όπως εγώ που δουλεύουμε και με παιδιά και με οικογένειες με παιδιά στο κλινικό πεδίο είναι ότι τα περιστατικά βίας με δράστες ανηλίκους έχουν μια ιδιαίτερη ποιότητα πια τα τελευταία δέκα χρόνια.

Μια αναλγησία που δείχνουν τα παιδιά, μία ιδιαίτερη σκληρότητα που δεν τη βλέπαμε παλιά. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά αυτό είναι ποιοτικό χαρακτηριστικό και όχι ποσοτικό. Πώς μπορούμε να την καταλάβουμε αυτή την ιδιαίτερη σκληρότητα που έχουν τα λιγότερα σε ποσότητα, αλλά ίσως πιο σκληρά σε ποιότητα περιστατικά ανήλικης βίας πια; Νομίζω ότι αν αναλογιστούμε ένας έφηβος που ζει στην Ελλάδα του 2024, τι έχει να θυμηθεί ως υποκειμενική βιούμενη εμπειρία από αυτό όχι που διάβασε ότι συνέβαινε κάπου αλλού, σε έναν άλλο τόπο, σε έναν άλλο χρόνο, αλλά από αυτό που έζησε ο ίδιος, ένας έφηβος στην Ελλάδα του ‘24 έχει να θυμάται οικονομική κρίση, καταστρεφόμαστε, θα χρεοκοπήσουμε, αμέσως μετά υγειονομική κρίση, θα πεθάνουμε, και αμέσως μετά γεωπολιτική κρίση. Μόνο επικείμενα δεινά. Μόνο επικείμενα κακά πράγματα που έρχονται και το επίδικο είναι όχι να ζήσω καλύτερα, αλλά να ζήσω λιγότερο χειρότερα, να αποφύγω κάπως μερικές από τις επιπτώσεις των δεινών που έρχονται. Και πάνω σ’ αυτό ο δημόσιος λόγος, η δημόσια αφήγηση που επικράτησε σε όλη αυτή τη δεκαπενταετία, δεν ήταν παρά ανταγωνίσου τον άλλον άνθρωπο, να φοβάσαι τον άλλον άνθρωπο, κρατήσου μακριά από τον άνθρωπο, και στην οικονομική κρίση και στην υγειονομική, για να μπορέσεις να τη βγάλεις καθαρή.

Ιδιαίτερα στην περίοδο της πανδημίας, και δεν διαφωνώ σε αυτά που είπε ο κύριος καθηγητής, προς Θεού, αλλά έχω μεγάλη απορία, πώς θα εξελιχθεί η τη γενιά των παιδιών που τα βρήκε στην αρχή της πρωτοβάθμιας η συνθήκη της πανδημίας και της καραντίνας. Γιατί σ’ εκείνο το χρονικό διάστημα, ας θυμηθούμε, η δημόσια αφήγηση που επικράτησε είναι «ο άλλος άνθρωπος, είναι δυνητικά θανάσιμη πηγή κινδύνου για σένα και εσύ ο ίδιος είσαι δυνητικά θανάσιμη πηγή κινδύνου για τον παππού, τη γιαγιά, τους αγαπημένους». Αυτά τα παιδιά που σε εκείνη την ηλικία φυσιολογικά θα μάθαιναν μέσα από την έκθεσή τους την έξοδο από το οικογενειακό περιβάλλον, την έκθεση τους στο νηπιαγωγείο, στον παιδικό σταθμό, στην πρώτη τάξη του δημοτικού, ότι ο άνθρωπος είναι πηγή χαράς, απόλαυσης, πηγή δημιουργίας, από κοινού μάθησης, φλερτ. Γιατί τώρα είναι ζευγαρωμένα όλα τα παιδιά από πολύ νωρίς, όχι όπως κάποτε. Σε εκείνη την ηλικία, εμείς πήγαμε και τους είπαμε, ο άλλος είναι θάνατος. Και είμαι πάρα πολύ ανήσυχος για αυτή τη γενιά παιδιών που εξετέθη σε αυτή την ηλικία σε αυτού του είδους τον λόγο, πώς θα εξελιχθεί μεγαλώνοντας στο μέλλον.

Λέω, λοιπόν, ότι με αυτά και με αυτά είπαμε στα παιδιά μας ότι κοιτάξτε να δείτε ο άλλος άνθρωπος είναι κίνδυνος-θάνατος. Στην καλύτερη περίπτωση, είναι ανταγωνιστής, στον οποίο θα πρέπει να διαγωνιστείς, να παλέψεις, για να μπορέσεις να επιβιώσεις, να γλιτώσεις κάποιο κομμάτι από τα επικείμενα κακά που έρχονται. Μη μας κάνει εντύπωση ότι τα παιδιά τώρα φέρονται με ιδιαίτερη σκληρότητα και αναλγησία. Εμείς κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να υπονομεύσουμε τη δυνατότητα των παιδιών να επενδύουν συναισθηματικά στον άλλον άνθρωπο ως μέρος της λύσης, ως μέρος της ικανοποίησης των αναγκών τους και όχι ως μέρος του προβλήματος που πρέπει να αντιμετωπίσουν. Και θέλω να σας πω ότι σ’ αυτό θα πρέπει να αποφύγουμε κάποιες παγίδες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής που αναφέρθηκε ο κύριος Χρούσος είναι σε αυτή την συνθήκη το αντιπαράδειγμα. Κοινωνίες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, οι οποίες επέλεξαν για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της βίας από τα παιδιά να επενδύσουν σε τεχνολογίες ασφάλειας −υπό την έννοια του security και όχι του safety− και επιτήρησης μάλλον δεν κατάφεραν τίποτα. Αντιθέτως, φιγουράρουν σταθερά ως outliers, ως πολύ ψηλότερα από τον μέσο όρο των άλλων χωρών του ΟΟΣΑ, σε δείκτες βίας από τα παιδιά. Παρότι έχουν ανιχνευτές μετάλλου στην είσοδο κάθε σχολείου, παρότι έχουν οπλισμένες υπηρεσίες ασφαλείας μέσα στα campus στο σχολείο.

Τι γίνεται με αυτό; Όλοι ξέρουμε από τη νευροβιολογία των ζώων μέχρι των ανθρώπινων κοινωνιών ότι ο φοβισμένος επιτίθεται. Αν φοβίσουμε αρκετά την κοινωνία και τα παιδιά μας, θα μας επιβεβαιώσουν. Θα γίνουν επιθετικά. Αν φοβίσουμε τους ανθρώπους ότι το διπλανό παιδί είναι δυνητικά κίνδυνος για μένα, όντως θα αυξηθούν τα κρούσματα διαπροσωπικής βίας και ανάμεσα στα παιδιά. Με αυτή την έννοια οι κοινωνίες κινδυνεύουν να πιαστούν σε ένα αρνητικό σπιράλ. Επενδύουμε σε τεχνολογίες ασφάλειας και επιτήρησης. Αυτό προκαλεί περισσότερη βία αντί να την αποτρέπει. Για να απαντήσουμε στην περισσότερη βία, επενδύουμε σε ακόμα περισσότερες τεχνολογίες ασφάλειας και επιτήρησης. Και όπως γίνεται τα τελευταία 30-40 χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής κατά τεκμήριο.

Νομίζω ότι υπάρχει ένας άλλος δρόμος και πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να αναλογιστούμε ετούτο και κλείνω με αυτό. Αντίθετα με αυτή την εικόνα ότι ξαφνικά ζούμε μια πανδημία έκρηξης βίας από τα παιδιά, εγώ θέλω να σας πω ότι υπάρχει μια πανδημία που σοβεί δεκαετίες και στην ελληνική κοινωνία και σε όλες τις αναπτυγμένες κοινωνίες και είναι η βία κατά των παιδιών. Και ως μέρος αυτής της βίας θα πρέπει να δούμε και τη βία από τα παιδιά, γιατί αν μη τι άλλο και ένα παιδί που ασκεί βία δεν είναι παρά μια περίπτωση αποτυχίας ημών των ενηλίκων να του δώσουμε άλλες εναλλακτικές διεξόδους ακόμα και για το θυμό του, ακόμα και για τον άδικο θυμό του, θα μου επιτρέψετε να πω.

Στην Ελλάδα σήμερα τρία στα τέσσερα παιδιά θα έχουν μια τουλάχιστον εμπειρία σωματικής θυματοποίησης μέχρι να γίνουν 18. Από αυτά, ένα στα 20 παιδιά, ένα στα 19-20 παιδιά μας απαντούσαν σε πάνω από επτά διαφορετικές μορφές σωματικής βίας ότι έχουν εμπειρία μέχρι να ενηλικιωθούν. Δηλαδή, μας απαντούσαν «ναι» και στο σε έχουν χτυπήσει με το χέρι και σε έχουν χτυπήσει με αντικείμενο και έχουν κάψει με καυτό νερό, καυτό λάδι, καυτό σίδερο και πάει λέγοντας. Είναι, δηλαδή, παιδιά που δέχονται πολλαπλά και συνεχώς μορφές σωματικής βίας. Ένα στα έξι παιδιά μέχρι να ενηλικιωθεί θα έχει μία τουλάχιστον εμπειρία σεξουαλικής θυματοποίησης. Από αυτά, 7,6%, ένα στα 13 παιδιά αυτή η εμπειρία σεξουαλικής θυματοποίησης θα εμπεριέχει και επαφή του σώματος. Δεν θα είναι σε βγάζω φωτογραφία στη γυμναστική εκεί που αλλάζουμε και το αναρτώ στο διαδίκτυο, μολονότι και αυτά μπορεί να είναι πάρα πολύ τραυματικά για τα παιδιά. 3,1% των παιδιών μέχρι να γίνουν 18 θα έχουν μία εμπειρία βιασμού ή απόπειρας βιασμού, ένα στα 30-33 παιδιά.

Για σκεφτείτε ο καθένας η καθεμιά από εδώ μέσα, αν καλοσκεφτείτε, 33 παιδιά τα ξέρετε. Και επειδή αυτό είναι σε μεγάλο δείγμα, 15.500 χιλιάδες παιδιά σε όλη την Ελλάδα τυχαία επιλεγμένο, είναι τα παιδιά που ξέρετε. Ένα από αυτά που ξέρετε, θα έχει μέχρι να ενηλικιωθεί μια τέτοια εμπειρία βιασμού ή απόπειρας βιασμού. Όλοι οι φορείς μαζί, και όταν λέω όχι όλοι οι φορείς, δεν εννοώ μόνο εισαγγελίες και αστυνομία, ενώ και μη κυβερνητικές οργανώσεις και κοινωνικές υπηρεσίες και ο Συνήγορος του Παιδιού και το 1056 του Χαμόγελου και άλλες τηλεφωνικές SOS γραμμές και όλοι μαζί, ξέρουμε περιστατικά, στη μεν σωματική βία που αντιστοιχούν στο 0,14% του παιδικού πληθυσμού. Συγκρίνετε το με το 5% που σας είπα, το 5,5 που είναι τα παιδιά που μας λένε πάνω από επτά διαφορετικές μορφές σωματικής βίας.

Αυτό σημαίνει ότι ένα στα 40 περιστατικά σωματικής βίας θα τα μάθει οποιοσδήποτε. Στη δε σεξουαλική βία, ένα στα έξι παιδιά, 7,6 με σωματική επαφή, 3,1 βιασμός απόπειρας βιασμού. Όλοι οι φορείς μαζί ξέραμε περιστατικά που αντιστοιχούσαν στο 0,07% του παιδικού πληθυσμού των ίδιων γεωγραφικών περιοχών της δειγματοληψίας, των ίδιων ηλικιακών κατηγοριών, του ίδιου χρονικού διαστήματος. Ένα στα 100 λοιπόν, περιστατικά από αυτά που συμβαίνουν εκεί έξω θα τα μάθει οποιοσδήποτε. Αυτή, κυρίες και κύριοι, είναι κατά τη γνώμη μου η πραγματική πανδημία που σοβεί δεκαετίες την ελληνική κοινωνία. Και για την οποία πρέπει επειγόντως να έχουμε μια συνεκτική στρατηγική απάντησης. Θα είμαι, νομίζω, θα είμαστε πάρα πολύ ατυχείς αν η χώρα αποκτήσει μια στρατηγική για τον ανήλικο παραβάτη και δεν έχει μια στρατηγική για το ανήλικο θύμα προστασίας φροντίδας για την οικογένεια και το παιδί που θυματοποιείται. Γιατί αλίμονό μας, αν ως κοινωνία αρχίσουμε να φοβόμαστε τα ίδια μας τα παιδιά. Τότε, νομίζω, είμαστε χαμένοι.

Ευχαριστώ πολύ.